... Τί είναι, όμως, ο εαυτός;
Είναι η επιτομή όλων όσα θυμόμαστε.
Γι' αυτό και το τρομακτικό στον θάνατο
δεν είναι η απώλεια του μέλλοντος,
αλλά η απώλεια του παρελθόντος.
Η λήθη είναι μια μορφή θανάτου,
παρούσα στη ζωή ...

[Μίλαν Κούντερα]
__________________________________________________

Δευτέρα, Απριλίου 30, 2007

Ενός λεπτού σιγή ... έρχετ' ο Μάης


Μετά την σημερινή πρόσκληση του αδελφού UFOρίωνα, έπρεπε να βρώ και γω τα κόλπα. Ούτως ή άλλως οι μουσικές αξίζουν τον κόπο.

Λοιπόν,

Αγαπημένα τραγούδια, αγαπημένες στιγμές αμέτρητες κι απροσμέτρητες. Τι να πρωτοδιαλέξω;

Μια προσπάθεια και μια δοκιμή DJ-ίστικη:

1.) Ο άνθρωπος του κάβου, με την Χαρούλα Αλεξίου (χαρούλα ακόμη).
Για τον προσκαλέσαντα
αδελφό. Αδελφό δεν είχα ποτέ κι έμαθα να συντροφεύω τη μοναξιά με όνειρα ...

2.) Της ταβέρνας το ρολόι, με την (άλλη) Χαρούλα Λαμπράκη (πάντα χαρούλα).
Για τον στοχαστή, ότι αυτός ξέρει ...

3.) Saint James Infirmary, με τον Van Morrison, η εμού εμμονή.
Για τον χωρεπισκοπετεφρή, τον επιστρέφοντα
εξ υμών πανηγυριστή (της 30.4.07), που μ' αρέσει να τον τσιγκλάω για να μαθαίνω την αλήθεια (ή από μικρούς ή από μεγάλους τρελλλούς διότι) ...

4.) La Canzone di Marinella, του Fabrizio De Andre, (άλλη μία εμμονή).
Για την
Γητεύτρια , ως χρωστούμενη αφιέρωση και για τις ασκήσεις ύφους των ονειρικών εκφράσεων ...

5.) Η τράπουλα με τον Χρήστο Θηβαίο, γιατί ο τελευταίος στίχος είναι όλα τα λεφτά.
Για την Αθηνά, που δεν είναι μόνο οι μουσικές που ακούει ...

Δεν προσκαλώ άλλους. Σε λίγο μπαίνει ο Μάης. Σιωπή ...

Σάββατο, Απριλίου 28, 2007

Παραμύθι


Σ
κέψου, λοιπόν, να μην είχαμε γίνει ακόμη έτσι, κυνικοί για φιγούρα, σκληροί από φόβο, εγωιστές από ανασφάλεια.

Σκέψου, να ζούσαμε ακόμη όπως ποτέ δεν θα ζήσουμε. Σκέψου να ήταν η ζωή αλλιώς. Να κάναμε βόλτες ακόμα στις γειτονιές, σε χωματένιους δρόμους καθαρούς, ανάμεσα στα χαμηλά σπίτια και στα ψηλά δέντρα, ανάμεσα στη γη και τα σύννεφα, ανάμεσα στ' άστρα και στο φεγγάρι.

Σκέψου, να μην ντρεπόμασταν και σκέψου να ερωτευόμασταν.


Και η καλή σου να σου ζήταγε:

- Πές μου απόψε κάτι - τι γλυκειά βραδυά!
κάτι να, σα θρύλο, σαν παραμυθάκι.
- Δεν βαρυέσαι, κοίτα πώς το φεγγαράκι
παιχνιδίζει απόψε μέσα στα κλαδιά!

- Όχι, πές μου, ξέρεις πόσον αγαπώ
μύθους κι ιστορίες να μου λές εμένα.
- Ένα παραμύθι τότε να σου πώ,
παραμύθι απ' τ' άλλα, τα λησμονημένα.

Μια φορά κι ένα καιρό - κάποιο καιρό -
την ωραία κόρη ενός ψαρά
την αγάπησεν ο γυιός του βασιλιά - την Τραλαρώ,
όπως λέει το παραμύθι μια φορά.

Την αγάπησε και τόσο, που καμμιά
συβουλή ή φοβέρα δε γροικά
και την κάνει ταίρι του τη νιά,
μακριά απ' τους δικούς του, μυστικά.

Όμως, τέτοιο πράμα ν' ακουστεί
δεν πολυάργησε καθόλου, και με μιάς
έφτασε και στου πατέρα του τ' αφτί.
Κι έγινε ο βασιλιάς ένας φονιάς.

Σκότωσε το ίδιο του παιδί
μ΄έναν τρόπο, σαν να μην είχε ψυχή
κι άφησε την έρημη να δεί
τι θα κάνει κι αν θα ζήσει μοναχή.

Στην αρχή, στο φτωχικό της το πικρό
του θανάτου κλείστηκεν η νιά,
μα σιγά - σιγά, με τον καιρό
πέρασε κι αυτό στη λησμονιά.

Τότε ο βασιλιάς στ' αληθινά,
με τ' αθάνατο που κάτεχε νερό
στη ζωή συνέφερε ξανά
το μοναχογυιό του το νεκρό.

Τώρα δές, του λέει, την απιστιά
της καλής σου, που σε σκότωσα γι' αυτή
και λησμόνησέ τη κι έλα πιά
να σου δώσω κόρη ζηλευτή.

Μια βασιλοπούλα διάλεξα για σε,
μια χαριτωμένη, μια καλοκυρά
και κορώνα σ'ωχω, που μ' αυτή χρυσέ
θα θαμπώσεις κόσμο, κόσμο μια φορά.

Κι αποκρίθη εκείνος προς το βασιλιά:
Μήτε ν' αγαπήσω δεύτερη μπορώ
μήτε την κορώνα λογαριάζω πιά.
Σφάξε και και πάλε για την Τραλαρώ.
- Και τον έσφαξε; - Όχι, μα γιατ' είσ' αχνή
κι είναι τα μικρά σου χέρια τοσο κρύα;
Δε βαρυέσαι... τί 'ναι μια παλιά ιστορία,
που δεν είν' ακόμα, μητ' αληθινή.

Ξέχαστ' την αμέσως πλάσμ' αγαπημένο,
δεν την τελειώνω ... Κοίτα τί βραδυά!
Το φεγγάρι ακόμα παίζει μαγεμένο
μέσα στα λουλούδια, μέσα στα κλαδιά.

"Παραμύθι (Τραλαρώ)" του Μίλτου Μαλακάση, γραμμένο σ' εποχές άλλες, που μόνο οι ερωτευμένοι ζουν μέχρι σήμερα.

Κυριακή, Απριλίου 22, 2007

Τι είναι όμως ο εαυτός; (ή about me)

Τι είναι, όμως ο εαυτός; Διερωτάται ο Μ. Κούντερα στον τίτλο του παρόντος blog και δίνει μια από τις πιό πειστικές απαντήσεις. Το ίδιο αναρωτιέται ανέκαθεν (κατ' αναλογίαν κακού - καλού, σύμφωνα με το προηγούμενο post) πολύς κόσμος. Κι ο καθένας δίνει την δική του απάντηση ...
Ποιός είμαι;

Η αλήθεια είναι ότι δεν εχω καθαρή εικόνα about me. Μου την θολώνει αυτό το "συναμφότερον". Είμαι από τη μιά, έτσι και απ' την άλλη, αλλιώς. Είμαι πότε έτσι και πότε αλλιώς. Και το χειρότερο: όταν συμβαίνουν όλα ταυτόχρονα. Έτσι και αλλιώς μαζί, ανάκατα κι άκρη δεν βγαίνει. Χωρίς να φταίει το ζώδιο. Ίσως φταίει αυτό το Zodiac Year. Να, όπως τώρα. Πήρα να καταπιαστώ μ' ένα σοβαρό θέμα και είμαι έτοιμος να το γυρίσω στην πλάκα.

Χωρίς πλάκα τώρα (όσο μπορώ). Ας πούμε, μ' αρέσουν τα blues, μ' αρέσουν οι ροκιές, μ' αυτές μεγάλωσα. Και τώρα που μεγάλωσα (το τώρα αντιμετωπίστε το με ευρύτητα) μ' αρέσουν και τα ελληνικά. Τα λαϊκά και τα ρεμπέτικα (που τ' αρνιόμουνα σαν το μουρονόλαδο μικρός) και τα έντεχνα και τα δημοτικά και όλα. Και η Jazz (τι σόι κουλτουριάρης χωρίς jazz) και η κλασική. Τώρα, όταν έρθει η στιγμή για ν' αποφασίσεις με ποιούς θα πάς και ποιούς θ' αφήσεις, ε, θα πάω με τα blues. Αν, όμως έρθει η στιγμή να πάρω στο νησί (κατά τα γνωστά) έναν και μόνο μουσικό, θα πάρω τον Van Morrison. (Πιστεύω να θέλει να έρθει.)

Ας πούμε, διαβάζω Τόμας Μάνν και Μέλβιλ. Και καλά αυτοί. Αλλά μ' αρέσει ο Κάφκα, ο Μπόρις Βιάν και ο Γρυπάρης (ας πούμε) ταυτόχρονα. Γίνεται; Γίνεται. Όταν έρθει η στιγμή ... ε, θα πάω με τους καταραμένους. Και στον νησί ... Δύσκολο, πολύ δύσκολο. Θα πάρω μάλλον τον Όμηρο (αν θέλει να έρθει), αλλά θα πετάξω καμμιά κονσέρβα για να κάνω χώρο και στον Μόμπυ Ντικ.
Επίσης, διαβάζω πολλά blog. Ας πούμε, Πετεφρή, Γούφα και Αλέξη Σταμάτη ταυτόχρονα. Γίνεται. Αντώναρο και τέτοια δεν μπορώ να διαβάζω. Είπαμε, προτιμώ τους καταραμένους, αλλά στο νησί δεν θα πάρω κανέναν (μια ευκαιρία έχω, ε, να την εκμεταλλευτώ).

-Σοβαρός δεν είμαι, αλλά, γιατρέ μου πείτε μου, είμαι σοβαρά;
-Ναι, πάσχετε από αμφίρροπη epamfoterizousa synamfoteria. Για να καταλάβετε, είστε δύο διπλοί στη συσκευασία του ενός. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια. Ανίατος η ασθένεια.

Αλίμονο, γιατί οι "εαυτοί" μας έγιναν τόσο κυνικοί;

Περί γραφής

Ε
δώ κι ένα εκατομμύριο χρόνια, οι άνθρωποι υπάρχουν.
Εδώ και είκοσι χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι ζωγραφίζουν.
Εδώ κι έξι χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι γράφουν ...
Εδώ κι ένα εκατομμύριο χρόνια, οι άνθρωποι δεν ξέρουν γιατί υπάρχουν. Εδώ και είκοσι χιλιάδες χρόνια, διαισθάνονται το γιατί ζωγραφίζουν και εδώ κι έξι χιλιάδες χρόνια, είναι εκατό τοις εκατό σίγουροι για το γιατί γράφουν: Γράφουν για να λογαριάσουν και να λογαριαστούν.




Φαίνεται ότι και στα παλιά χρόνια οι άνθρωποι ήταν το ίδιο ξεχασιάρηδες με μάς σήμερα. Γι' αυτό, ο θεός Θοθ, κατά τους αιγυπτιακούς μύθους, χάρισε την γραφή στους ανθρώπους, για να μην ξεχνούν. Ανακάλυψε ένα όργανο μνήμης, α-λήθειας και μας το χάρισε, πανάθεμά τον για θεό. Ωστόσο, αμφισβητήθηκε αμέσως και έντονα από τον κύκλο των αιγυπτίων θεών, οι οποίοι γνώριζαν καλλίτερα ότι ο αφελής Θοθ ανακάλυψε το όργανο της λήθης και όχι της αλήθειας. Γιατί ό,τι γραφόταν και σιγουρευόταν κάπως, στη λάσπη, σε παπύρους, στα χαρτιά, δεν χρειαζόταν πλέον να τό'χουμε στο νού μας, δεν χρειαζόταν δηλαδή να ζούμε με την γνώση του. Γράφηκε κάπου κι επομένως αν το χρειαστούμε θα το βρούμε. Δεν χρειάζεται αυτή την γνώση να την κάνουμε βίωμα. Κι έτσι περνούσαν στη λησμονιά τα σημαντικά μαζί με τ' ασήμαντα. Φυσικά, για να σιγουρευτούν οι θεοί ότι αυτή η περίεργη ανακάλυψη δεν θά 'βγαινε σε κακό, την έκρυψαν απ' τον λαό. Μόνο οι λίγοι, οι κατά πάντα τόπο και πάντα χρόνο "κολλητοί" θα είχαν πρόσβαση.

Βέβαια, όλ' αυτά είναι παραμύθια. Ποιός τα πιστεύει! Το σίγουρο είναι ότι η γραφή κάλυψε την ανάγκη των λογαριασμών και γι' αυτό ανακαλύφθηκε. Σε όλους τους λαούς της γής τα πιό αρχαία κείμενα που βρέθηκαν αφορούν λογαριασμούς. Πόσα μού 'δωκε, πόσα τού 'δωκα και πόσα έχω. Για το ''έχειν'' και το κατέχειν δηλαδή. Όχι για το ''είναι'' και το ''σκέπτεσθαι''. Αυτό μπορεί να ήρθε αργότερα, μπορεί και να μην ήρθε ακόμη. Όχι ότι ο άνθρωπος είναι ντιπ για ντιπ κακός. Είναι και λίγο καλός. Το ''συναμφότερον'' που λέει κι ένας κύριος. Πάντως και κατ' αναλογίαν κακού - καλού, σήμερα, μετά από έξι χιλιάδες χρόνια γραφής, περισότερο λογαριάζουμε και λογαριαζόμαστε, παρά σκεφτόμαστε, παραδείγματος χάριν "τι είναι ο εαυτός" ...



Τετάρτη, Απριλίου 18, 2007

ΤΙ ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ ΚΑΛΗ ΜΟΥ!!!



πέρασαν 23 χρόνια, κόρη μου
κιόλας;

γεννήθηκες, μωρό μου
"άνι ποί'μα - άνι ποί'μα"

κόντεψες να πνιγείς, λαχτάρα μου
τι εφιάλτης αξέχαστος

η Λη, ο Κη και η Θη, φως μου
αγκαλίτσες, γελάκια,
πέτρα - ψαλίδι - χαρτί, χαρά μου

"εμένα περισσότερο απ' όλα
μ' άρεσε το γαϊδουράκι", ψυχή μου

σχολείο, φιλίες, διάβασμα, ο Ρόκυ ...
"αλήθεια λες; θα τον κρατήσουμε;", μάτια μου

και μετά, λιγότερες αγκαλίτσες
μεγάλωνες, ζωή μου

και μετά χαρές και κλάματα
εξετάσεις, σπουδές, έρωτες, ηλιαχτίδα μου

και μετά και πάντα θα σ' αγαπώ, παιδί μου

ΝΑ ΖΗΣΕΙΣ ΟΠΩΣ ΘΕΣ ΝΑ ΕΥΤΥΧΗΣΕΙΣ
ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΥ ΠΟΛΛΑ

Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

Καλή διασκέδαση

Καλά τα μαγαζιά κι οι χαβαλέδες, καλά τα μπαρ και τα ξενύχτια, καλά τα μπουζούκια κι οι τσάρκες. Καλή η κατανάλωση (υπερκατανάλωση) διασκεδάσεων. Όλα καλά.

Αρκεί όμως; Τις ώρες τις μοναχικές, τι γίνεται; Πάμε για ύπνο; Ή θα γλεντοκοπάμε ή θα δουλεύουμε. Μετά μόνο νάνι. Να ‘μαστε συνεχώς σε κίνηση, μην τύχει και η σκέψη βρει χρόνο. Μην τύχει και το Πνεύμα ανακρίνει τις μέρες μας.

................

Πριν αρκετά χρόνια, θυμάμαι, διάβαζα το «Θάνατος στη Βενετία» του Τόμας Μανν. Συνεπαρμένος απ’ το ρυθμό του, κόντευε να βγει το βιβλίο «μονορούφι», δεν ήταν δα και μεγάλο. Μέχρι που φτάνω σε μια παράγραφο και διαβάζω:

«… Ανάμεσα στους στρογγυλεμένους βράχους, στις πιο απόμακρες ακτές, τα κύματα πηδούσαν ψηλά σαν αγριοκάτσικα. Ένας κόσμος ιερά παραμορφωμένος, γιομάτος βουκολισμό, αγκάλιαζε τον γοητευμένο Άσσενμπαχ και η καρδιά του ονειρευόταν ειδυλλιακούς μύθους. Πολλές φορές, όταν ο ήλιος βασίλευε πίσω απ’ τη Βενετία, καθόταν σ’ έναν πάγκο του πάρκου για να παρακολουθεί τον Τάτζιο, που ντυμένος στ’ άσπρα με χρωματιστή ζώνη, χαιρόταν να παίζει μπάλα και του φαινόταν πως έβλεπε τον Υάκινθο προορισμένο να πεθάνει επειδή τον αγαπούσαν δυο θεοί…»

Διάβασα και ξαναδιάβασα, πολλές φορές, τη σελίδα αυτή και δεν μπορούσα να πάω παρακάτω. Σταμάτησα κι έβαλα καπνό να καπνίσω. Ευχαριστημένος…

Και τότε άρχισε το πανηγύρι. Στο μυαλό μου χόρευε η αγριεμένη θάλασσα με το πάθος του Άσσενμπαχ. Παρακολουθούσα τον χορό τους στους ήχους της ορχήστρας των αφρισμένων κυμάτων. Σιγά-σιγά ο Άσσενμπαχ, ο Τατζιο, ο Υάκινθος και οι θεοί πέρασαν σε δεύτερο πλάνο και άκουγα μόνο την μουσική, έβλεπα μόνο την ορχήστρα. Η εικόνα γέμισε από τα κύματα που πηδούσαν σαν αγριοκάτσικα. Άσπρα, πηδηχτά, έρχονταν κι έφευγαν. Ανέβαιναν στα ψηλά βράχια και γκρεμιζόντουσαν πίσω. Χόρευαν τα ίδια τον άγριο και παθιασμένο χορό τους. Ευχαριστημένος…

Κάποια στιγμή, αναρωτήθηκα γιατί κόλλησα σ’ αυτές τις λέξεις. Γιατί σταμάτησα σ’ αυτή τη σελίδα και όχι κάπου αλλού. Το συγκεκριμένο βιβλίο και όλο το έργο του Μανν και όλη η μεγάλη λογοτεχνία έχει και πιο «δυνατά» κομμάτια. Όμως, εγώ εκεί. Απορροφημένος απ’ την κίνηση των κυμάτων. Πηδούσαν σαν αγριοκάτσικα!

Άρχισα να ψάχνω σαν μανιακός άλλα βιβλία, για να βρω που συνάντησα την ίδια έκφραση. Κατέβασα βιβλία από τη βιβλιοθήκη, ξεφύλλισα τόμους και τόμους, πήρα στο τηλέφωνο φίλους, … τίποτα. Παρόμοιες εκφράσεις βρέθηκαν σε αρκετά έργα, αλλά δεν ήταν αυτό που θ’ απαντούσε στην απορία μου. Ο πυρετός ανέβαινε, η μουσική δυνάμωνε κι ο χορός γινόταν ξέφρενος. Ευχαριστημένος …

Μοιραία, λοιπόν, έφτασα στην Ιλιάδα. Εκεί σ’ οδηγούν τα βήματα, όποιο δρόμο και να πάρεις. Από ‘κεί ξεκινάει και ‘κει τελειώνει κάθε περίπατος.

Και ιδού! «…κινήθη δ’ αγορή φή κύματα μακρά θαλάσσης…» [Ιλ. Β΄ 144] και λίγο πιο κάτω «…λάβρος επαιγίζων, επί τ’ ημύει ασταχύεσσιν…» [Ιλ. Β΄ 148].

Κλικ, ήρθε, αυτομάτως, η απάντηση: δεν ήταν η έκφραση «τα κύματα πηδούσαν σαν αγριοκάτσικα». Ήταν το DNA της γλώσσας μας. Αγριοκάτσικα. Δηλαδή Αίγες. Δηλαδή αυτή η υπέροχη ίδια ρίζα αγ- ήταν που μίλησε, που ενορχήστρωσε όλην αυτή τη μουσική στο μυαλό μου.

Ικανοποιημένος, τώρα, που πλήρωσα το κενό μέσα μου, ευχαριστημένος, άρχισα ν’ ανοίγω λεξικά. Όσα έχω στο σπίτι και όσα βρήκα στο ίντερνετ. Και το βρήκα. Στο Λεξικό του Ησύχιου του Αλεξανδρέως:

Αίγες = τα κύματα. Δωριείς

Δηλαδή, σε μια ελληνική γλώσσα, αίγες ΕΙΝΑΙ τα κύματα. Σημαίνει τα κύματα. Χωρίς παρομοίωση, χωρίς μεταφορά, κυριολεκτικά. Και τέλειωσα το ψάξιμο, τέλειωσα τον χορό … ευχαριστημένος… δικαιωμένος… ΠΛΗΡΗΣ.-

..........................

Σκοπός του σημειώματος αυτού είναι να δικαιολογήσω (και να καταλάβω ο ίδιος) γιατί ήρθα και γιατί λέω να μείνω κάμποσο εδώ, στα Bloggια. Απλώς, λοιπόν, γιατί μ’ αρέσει. Γιατί έτσι διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, ευχαριστιέμαι, περνάω καλά. Περνάω καλά διαβάζοντας βιβλία ή ακούγοντας μουσική, περνάω καλά διαβάζοντας πολλά posts και θέλω να μοιραστώ όλ’ αυτά τα καλούδια μαζί σας.


Πέμπτη, Απριλίου 05, 2007

Κάθε αρχή και δύσκολη ...

Αφορμή γι΄ αυτή την απόπειρα, πρέπει να ήταν διάφορα δημοσιεύματα του Τύπου για τους bloggers, κυρίως, ένα πρόσφατο για τα βιβλιοφιλικά μπλογκ. Ένα σύντομο διαδικτυακό ταξίδι σε πολλά απ’ αυτά τα ‘ιστολόγια’, με ξάφνιασε ευχάριστα: για την ποικιλία των ιστολογίων και την ποιότητα πολλών ιστολόγων, για το χιούμορ και την φρεσκάδα τους, για τον μη ‘στημένο’ τρόπο έκφρασης και για πολλά ακόμη.

Αιτία γι’ αυτή την απόπειρα, πρέπει να είναι η αγάπη για τα βιβλία, η αγάπη για την μουσική, ο έρωτας της γνώσης και της ανακάλυψης (του εαυτού και του κόσμου), η ανάγκη της επαφής και της επικοινωνίας.

Χωρίς να είμαι σίγουρος για τις αιτίες ούτε για τις αφορμές …

Χωρίς να είμαι σίγουρος με ποιο τρόπο μπορούν οι έρωτες να κορεσθούν και οι ανάγκες να καλυφθούν.

Γνωρίζοντας μόνον, ότι Έρωτες και Ανάγκες υπάρχουν, ευτυχώς, ακόμη …

Ξεκινάω τον περίπατο σ’ έναν άγνωστο για μένα κόσμο, μέσα από άγνωστους δρόμους και μονοπάτια, με πολύ τράκ και με πολύ πάθος, με αισιοδοξία κι ελπίδα πως το ταξίδι θ’ αξίζει.

ΥΓ. Ζητώ, εκ των προτέρων, συγνώμη για τα λάθη μου και απ’ όσους άθελά μου στενοχωρήσω, θίξω ή προσβάλλω. Δεν θα είναι ποτέ στις προθέσεις μου.



"Προσπάθησε να πει κάτι γλυκό, αλλά η γλώσσα του κρεμόταν στο στόμα του, όπως ένα σάπιο φρούτο απ' το κλαδί, και η καρδιά του ήταν ένα παράθυρο, μπογιατισμένο μαύρο." (Bernard Malamud)

π ε ρ ί π α τ ο ς (αρχείο):

φρέσκα σχόλια:

Widget by ReviewOfWeb