... Τί είναι, όμως, ο εαυτός;
Είναι η επιτομή όλων όσα θυμόμαστε.
Γι' αυτό και το τρομακτικό στον θάνατο
δεν είναι η απώλεια του μέλλοντος,
αλλά η απώλεια του παρελθόντος.
Η λήθη είναι μια μορφή θανάτου,
παρούσα στη ζωή ...

[Μίλαν Κούντερα]
__________________________________________________

Κυριακή, Ιουλίου 29, 2007

Ξένο σώμα

Σας είχα πει για 'κείνον τον φίλο μου, που στα 30 του έπεσε (ατύχημα, ίσως) απ' το μπαλκόνι του πέμπτου; Που "ως εκ θαύματος" δεν σκοτώθηκε, που γλίτωσε τη ζωή του;

Μάλλον, σας είχα πεί, ότι στην πραγματικότητα η τριαντάχρονη ζωή του "σκοτώθηκε" -δεν θυμόταν απολύτως τίποτα- και μόλις συνήλθε άρχισε μια καινούρια ζωή. Αυτό σας είχα πει. Ότι ξεκίνησε σαν μπέμπης, μπέμπης για δεύτερη φορά, σε σώμα τριάντα ετών. Ότι μάθαινε από την αρχή τα πάντα. Πώς να τρώει, πως να πλένεται, πως να μαθαίνει...

Τον έβλεπα να μεγαλώνει. Έβλεπα να μεγαλώνει ένα σώμα, το σώμα του παλιού μου φίλου και συμμαθητή και παράλληλα, έβλεπα να μεγαλώνει μέσα σ' αυτό το σώμα ένας μπέμπης, ένας νέος άνθρωπος. Ένα μωρό, ένα νήπιο, σιγά-σιγά ένα παιδί, δυο μέτρα σώμα που μεγάλωνε, γερνούσε με τον δικό του ρυθμό.

Ήταν πολύ παράξενο. Έμοιαζε, μερικές φορές, σαν εκείνα τα υπερφυσικά μωρά, εκείνα τα γιγάντια παιδιά απ' το μυθιστόρημα του Γουέλς "Η τροφή των θεών".

Ήταν παράξενο για τους γονείς του, που, όπως τα "χάσαν" τότε με την είδηση του φοβερού ατυχήματος, έτσι χαμένοι 'μείναν σ' όλη τη συνέχεια. Τους καθοδηγούσε η αγάπη για το παιδί τους και προσηλώθηκαν στην φροντίδα να το ξαναμεγαλώσουν, γρήγορα και με άγχος μεγαλύτερο απ' την πρώτη φορά και με την απορία μόνιμα ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Απορία για το "πώς έγινε", απορία για το "τί γίνεται" κι απορία για το μέλλον.

'Ηταν παράξενο για τους λιγοστούς συγγενείς και φίλους που ήρθαν σ' επαφή μαζί του τα πρώτα μετά το ατύχημα χρόνια. Τα πρώτα του "νέα" χρόνια. Δεν ήξεραν πώς να συμπεριφερθούν, πώς να μιλήσουν. Στο παλιό σώμα ή στο νέο μυαλό;

Ήταν παράξενο, πολύ περισσότερο παράξενο, για τον ίδιο. Ειδικά, όταν άρχισε να συνειδητοποιεί τις διαφορές, τις ιδιαιτερότητές του. Τέσσερα χρόνια μετά το ατύχημα, όταν το σώμα του ήταν 34 και ο ίδιος, δηλαδή ο νέος του εαυτός, 4 χρόνων, ήρθε στο σπίτι, ξαφνικά, μια 'ξαδέλφη του με τα δυο μικρά της παιδιά, 3 και 5 ετών. Έλειπε χρόνια στο εξωτερικό και δεν είχε μάθει τα νέα και τα δυο της πιτσιρίκια ήταν τα πρώτα παιδιά που αντίκριζε από τότε.

Σίγουρα, η περιγραφή της συνάντησης αυτής έχει την ανάγκη μια πολύ δυνατής πέννας, θέλει λογοτεχνικές ικανότητες που δεν διαθέτω κι έτσι στηρίζομαι στη φαντασία σας περισσότερο και στην κατανόησή σας.


Από την πρώτη στιγμή επικράτησε μια αμηχανία και στα τρία "παιδάκια", που οι γονείς απέδωσαν στη φυσική ντροπαλοσύνη των μικρών. Ξαφνικά γέλια διαδέχονταν ξαφνικές σιωπές, σ' ένα παιχνίδι που ξεκίνησε απ' τον μικρότερο, τον τρίχρονο ανιψιό του φίλου μου κι έμοιαζε σαν το παιχνίδι της γάτας με το κουβάρι, που όσο κυλάει το κυνηγάει κι όταν μένει ακίνητο, η γάτα μαζεύεται και καιροφυλακτεί. Μια καινούρια κίνηση και ξανά γέλια και μετά ξανά σιωπή. Τα δυο αδελφάκια, τ' ανιψάκια του παράξενου θείου, κοιτούσαν με μάτια και στόματ' ανοιχτά, διάπλατα, απορημένα, παραξενεμένα με τον ογκώδη νέο φίλο τους. Ένας μεγάλος φίλος, φίλος με γένια και με βραχνή φωνή και ντυμένος όπως οι μεγάλοι. Πώς να παίξουν; Τι παιχνίδια μπορούσαν; Ο γίγαντας ήταν ο πιο δειλός της παρέας. Χαχάνιζε κι αυτός για λίγο, αλλά το πρόσωπό του είχε μιαν εύθραυστη έκφραση, σα να ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Κάτι δεν ταίριαζε, κάτι τον ενοχλούσε, κάτι τον πονούσε. Εγκατέλειψε γρήγορα το παιχνίδι και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Εκεί έκλαψε με την ησυχία του.

Εκεί τον βρήκα κι εγώ, να κλαίει και να μη θέλει κανέναν. Να κλαίει και να μη θέλει τίποτα. Να χτυπιέται σα να προσπαθεί να βγεί απ' αυτό το σώμα που δεν του ταίριαζε. Που μπορεί νά 'ταν μεγάλο, αλλά δεν τον χωρούσε. Που μπορεί να μην σκοτώθηκε, αλλά δεν ήταν δικό του.

Χρειαζόταν ένα μικρό σώμα. Ή ένα μεγάλο μυαλό. Κι αυτό αργούσε ακόμη κι ο δρόμος ήταν δύσκολος...

(συνεχίζεται...)

Πέμπτη, Ιουλίου 26, 2007

Η Μελαγχολία της Σκέψης

- Κοίτα, όσο άσχημα κι αν είναι τα πράγματα, δεν μπορεί, θα βρεις μια λύση.
Σταμάτα τη μοίρλα, λοιπόν, έχεις την υγειά σου, έχεις το μυαλό σου. Ξύπνα και πάλεψέ το, έχεις τη ζωή σου ρε γαμώτο ... Μην παραιτείσαι απ' τη ζωή σου. Κανείς δεν μπορεί να κλέψει τη ζωή σου, κανείς άλλος δεν μπορεί να ζήσει για σένα.

- Ούτε να πεθάνει για μένα μπορεί. Κανείς άλλος.
- Δεν λες τίποτα καινούργιο. Κανείς άλλος δεν μπορεί να ζήσει για λογαριασμό σου, κανείς να πεθάνει και κανείς να σκεφτεί για σένα. Η σκέψη σου, φίλε μου, είναι δική σου, καταδική σου, κρυμμένη και προφυλαγμένη απ' όλους μας. Όπως και η δική μου σκέψη, άλλωστε.

- Έτσι το είπα. Μη φοβάσαι, δεν σκέφτομαι να πεθάνω, αν και όταν πεθάνω δεν θα σκέφτομαι, ε;

- Πλάκα - πλάκα, είναι το πρώτο αστείο που είπες εδώ και πολύ καιρό. Έστω και μακάβριο.

- Εντάξει, με ξέρεις, θα μου περάσει. Αλλά αυτό είναι το στυλ μου. Τί να κάνουμε; Αυτό είναι το μοτίβο μου και δεν μπορώ παρά να επαναλαμβάνομαι. Και δεν είμαι ο μόνος, ούτε ο τελευταίος ούτε από τους λίγους. Όλοι ίδιοι είμαστε. Λίγο στο στυλ διαφέρουμε και λίγο στα λόγια. Στο πώς συνδυάζουμε τις λέξεις για να πούμε τα ίδια πράγματα. Τις ίδιες σκέψεις κάνουμε όλοι. Έχεις δίκιο, κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί για δικό μου λογαριασμό, αλλά και κανείς δεν μπορεί να ξέρει τί σκέφτομαι.
Ένα είναι το σίγουρο: ότι δεν μπορώ ούτε να μην σκέφτομαι. Σκέφτομαι άρα υπάρχω, δεν είπε εκείνος ο μεγάλος; Εφόσον υπάρχω, σκέφτομαι. Το ίδιο είναι. Να, αυτό που είπα πριν, για τον συνδυασμό των λέξεων, κάπου διάβασα πρόσφατα, μερικές λέξεις καλλίτερα συνδυασμένες. "Δεν γίνεται να σκεφτώ πως δεν είμαι. Η αναστολή της σκέψης είναι ταυτόχρονα, ταυτολογικά, αναστολή του εγώ."

- Α, για το "Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης" λές. Το διάβασα κι εγώ. Ενδιαφέρον βιβλίο. Ο συγγραφέας, George Steiner νομίζω, στηρίζεται στη σκέψη του Σέλλινγκ για την θλίψη της ανθρώπινης ύπαρξης. Το παίρνει δεδομένο αυτό. Όμως και ο Σέλλινγκ και ο Στάινερ μιλάνε για την δημιουργική σκέψη και για την σκέψη που δεν γνωρίζει κανένα όριο...

- Κανένα όριο, αλλά στην πραγματικότητα όλα έχουν ειπωθεί. Καινούργιοι και πιο επιτυχημένοι συνδυασμοί μπορεί να γίνονται, αλλά εντελώς πρωτότυπες σκέψεις δεν μπορούν να υπάρξουν πια. Το ότι με εργαλείο τη γλώσσα ο άνθρωπος εκφράζεται ευκολότερα και εκφράζει παραλλαγές, αποχρώσεις και λεπτομέρειες της σκέψης του, δεν σημαίνει ότι έχει σκεφτεί κι έχει κατακτήσει με τη σκέψη του τις απαντήσεις, γενικής και απόλυτης ισχύος απαντήσεις, στα ερωτήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα από τη στιγμή που εμφανίστηκε ο homo sapiens. Για την ζωή, τον σκοπό της ζωής και για τον θάνατο, σου μιλάω.


- Νομίζω ότι σ' έχει επηρεάσει πολύ ο Στάινερ.

- Όχι, κάθε άλλο. Λέει μερικά σωστά πραγματάκια, ενδιαφέροντα όπως είπες, αλλά κι αυτός λέξεις συνδυάζει με τον δικό του τρόπο. Όχι καινούριες σκέψεις. Και πώς θα μπορούσε δηλαδή! Άλλωστε, το τι πιστεύω για το ανθρώπινο πνεύμα κι όπως αλλιώς να το πούμε, νου, νοητική λειτουργία, σκέψη, το ξέρεις καλά. Απ' τον καιρό που διαβάζαμε τον Μόμπυ Ντικ. Αυτός μου έκανε τη ζημιά.

- Θα μου πεις πάλι γι' αυτό το "άμορφο, δισυπόστατο, μισερό, αιθέριο και ανεπαίσθητο ον, μια ασώματη σκιά, ένα ον που σπαράζει ξεψυχώντας διαρκώς". Τό 'χω μάθει απέξω.

- Εντάξει. Τότε να σου απαγγείλω ποιήματα. Τί προτιμάς;

- Α, μπράβο. Ποιήματα, γιατί, αν συνεχίσουμε, θα με κουβαλήσεις πάλι στα πιο βαθιά και σκοτεινά πηγάδια, να ψάχνουμε το αβυσσαλέο νοητικό βάθος. Λοιπόν, ένα εγώ κι ένα εσύ. Για να ξεφύγουμε τελείως από τα προηγούμενα, θα ξεκινήσω με Γρυπάρη ερωτικό. Τι γελάς;

- Τίποτα. Περιμένω ν' ακούσω. Ποιό θα μου πεις;

- Τον Πραματευτή. Δεν το θυμάμαι ολόκληρο. Ό,τι θυμάμαι θα σου πω.
...
Μέσα στη στοιχειωμένη τη σπηλιά
που αποσταμένος γέρνει,
ύπνος τις φέρνει, ύπνος τις παίρνει:
Νεράιδες περδικόστηθες στητές
και μαρμαροτραχήλες,
ανίσκιωτα κορμιά αδειανά
διανέματα κι ανατριχίλες,
στις κομπωτές πλεξούδες των φορούν
νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια
κι έχουνε κρίνους δάχτυλα
κι έχουν ροδόφυλλα για νύχια
κι έχουνε χρυσομέταξα μαλλιά
κι ελιόμαυρες λαμπήθρες
_τέτοιες με μέλι σύγκερο μεστές
οι Υβλαίες κερήθρες._
Και μια, η Εξωτέρα, η Παγανή
παγάνα του θανάτου,
χτυπάει το νιό πραματευτή
και παίρνει τα συλλοϊκά του
...
Μα εσύ λύθηκες στα γέλια. Με κοροϊδεύεις;

- Είδες; Είδες ο ερωτικός Γρυπάρης, για να ξεφύγουμε, ε; Και τί 'ναι ρε αυτές οι μαρμαροτραχήλες; Οι σκέψεις μας οι ίδιες είναι. Δεν ξεφεύγεις απ' αυτές. Αυτό δεν λέγαμε τόση ώρα.

- Είσαι φοβερός. Όλα μ' αυτό το πρίσμα τα ερμηνεύεις. Πες μου εσύ τότε ένα ποίημα, να δούμε θα γελάσουμε;

- Εγώ θα σου πω ένα ποίημα που δεν κρύβει για τί μιλάει. Θα σου πώ την "Σύνοψη του Ρόμπερτ Μπέρτον για την μελαγχολία". Ό,τι θυμάμαι κι εγώ, αποσπάσματα. Αχταρμά κουλτούρα το κάναμε σήμερα. Να μας άκουγε και κανένας...

...
Φίλοι και σύντροφοι, χαθείτε μακριά μου.
Αν θέλω κάτι, είναι να μείνω μόνος-
είμαι καλά μόνο στην ερημιά μου,
σαν βασιλεύω εγώ κι ο νούς μου.
Το πιο ακριβό πετράδι είναι αυτό, ο πιο μεγάλος θησαυρός-
χαρά και στέμμα κι ευλογία.

Κάθε άλλη μου χαρά ανοησία

κι η μόνη απόλαυση είναι η μελαγχολία.

...


Να που είμαι τώρα ένα ρεμάλι

απ' τη φυλακή, απ' το σωρό!
Ο πόνος μου αγιάτρευτος και μαρτυρώ-
Ας ήταν απ' τα Τάρταρα να βγω!
Και πια η ζωή μου σκέτη σιχασιά-
δώσ' μου μαχαίρι και θηλιά.

Κάθε άλλη λύπη μου χαρά

κι η μόνη κόλαση είναι η μελαγχολία.

- Τι θά 'λεγες; Μοίρλα, ε, μοίρλα!

Σάββατο, Ιουλίου 21, 2007

Αγάπη μου όλα καλά


Είναι κάτι σαββατόβραδα που γυρνάω σπίτι και δεν βρίσκω ούτε τη μοναξιά μου.
Είναι τα πιό δύσκολα σαββατόβραδα. Οι πιό πικρές στιγμές.
Βρίσκουν ευκαιρία και τρυπώνουν οι ερωτήσεις. Κάτι ερωτήσεις ...

-Πού πάει ο έρωτας όταν πεθάνει;

Κάθε φορά τα ίδια. Ψάχνω την απάντηση στο πιοτό και τη μουσική. Γουλιά και καψούρα.
Τραγούδι και κόμπος. Ένα δάκρυ που δε λέει να στάξει. Μια ματιά που θαμπώνει, ένα μυαλό που θολώνει.

Αγάπη μου όλα καλά
δεν ζητάω πιό πολλά
είσαι 'δω κι είναι πάντα αυτό αρκετό
και όσα δεν έχουμε πει
μέσα από τη σιωπή
χρόνια τώρα φωνάζουν σ' αγαπώ.


-Τι στο διάολο έκανα; Τί στο διάολο δεν έκανα;
Κάτι ερωτήσεις ...

Απ' το κορμί μου δε θα βγεις ποτέ,
δικό μου σώμα και κορμί μου δυο φορές,
χαρά στον πόνο μου και τραύμα στις χαρές,
πώς να ξεχάσω, πώς να ξεχάσω...

Τα μεγάλα μάτια που με χάιδεψαν,
τα ζεστά σου χέρια που με άγγιξαν
και τα τόσα λόγια που δεν πρόλαβα,
σε βαθύ πηγάδι θα το πω, πόσο σ'αγαπώ.

Και ξαφνικά τέρμα οι ερωτήσεις. Όλα έχουν απαντηθεί:
Γυναίκα μου,
ακούω το ταξίδι σου στο αίμα μου
ακούω να περπατάς μεσ' στη ψυχή μου
μονάκριβη εικόνα μεσ' στο βλέμμα μου
Γυναίκα μου,
Γυναίκα μου, ζωή μου

Ένα χαμόγελο που κανείς δεν βλέπει, μια φωνή που μόνο εγώ θέλω ν' ακούω:

την ώρα που μου λές
"είμαι δική σου"
πεθαίνω
.
.
Είναι κάτι σαββατόβραδα που δε γουστάρω ...

Μέτρηση του χρόνου

Επειδή ο κυρ Γιάννης μάς "τη λέει" με τους παππούδες του και μετράει το χρόνο με τη γενιά του, να και η εντελώς προσωπική μου μονάδα μέτρησης:
.~.~.~.

(Κώστας, Κώστας, ... Ελασσόνα, Λιβαδειά ... Άγιοι Σαράντα)

Κώστας, Γιώργος (δις)

Ο παππούς Κώστας, ο πατήρ Γιώργος, ο cropper και ο υιός Γιώργος.
.~.~.~.

Ο παππούς, κομμουνιστής-λενινιστής. Όταν τον ρωτούσαν ποιός είναι, απαντούσε πάντα Κώστας ... λενινιστής. Ήταν ο τζόρας της οικογένειας, κυρίως επειδή έτσι τον θεωρούσε η γιαγιά. Έφτιαχνε καπέλα και είχε δυό παράπονα από 'μένα. Δεν φόρεσα ποτέ καπέλο του και δεν με φώναζαν Κώστα, αλλά Κωστή.

Ο πατήρ , αριστερός-βιοπαλαιστής. Γυρνούσε όλη την Ελλάδα και πουλούσε τα μακαρόνια του αφεντικού. Ποτέ δεν περισσεύανε ούτε μακαρόνια ούτε λεφτά. Χρυσόστομος πλασιέ, μέχρι και καπέλα στον παππού μπορούσε να πουλήσει. Καλός τζαναμπέτης, όμως, κι αυτός.

Ο cropper. Εγγονός τζόρα και γιός τζαναμπέτη. Ό, τι και να πεις γι' αυτόν πολύ είναι...

Ο υιός jaf! Ό,τι και να πεις γι' αυτόν λίγο είναι!

Σήμερα, ο παππούς δεν υπάρχει και ο μικρούλης jaf είναι ένας παλίκαρος 27 ετών. (Δηλαδή ένα χρόνο μεγαλύτερος απ' όσο ήμουν εγώ στη φωτογραφία).

Λέει, λοιπόν, ο κυρ Γιάννης: "...εάν υποθέσουμε και εμείς τριάντα χρόνια την διάρκεια μιάς γεννεάς έχουμε 4 χ 30=120. Το 120 αυτό σαφώς μπορώ να το θεωρήσω ως μονάδα διότι το αντίκρυσμά της το έχω βιώσει..."

Από τη γέννηση του παππού μου, στις αρχές του 20ου αιώνα, μέχρι σήμερα, είναι λιγότερα από 120 χρόνια. Επομένως, η δική μου μονάδα δεν συμπληρώθηκε ακόμη. Όλοι γρήγορα φαίνεται ότι ζούμε σ' αυτήν την οικογένεια. Όλα γρήγορα τα κάνουμε. Αλλά σταθεροί, γεννήθηκαν κι έζησαν και ζούν, όλοι στον Βόλο.

Περισσότερα οικογενειακά, προσεχώς...

Κυριακή, Ιουλίου 15, 2007

Γιατρέ, θα ζήσει;

Βρισκόταν στο κρεβάτι της εντατικής. Βρισκόταν… Οι άλλοι έβλεπαν ότι βρισκόταν. Ο ίδιος δεν βρισκόταν πουθενά. Αισθήσεις δεν είχε, δεν ένιωθε. Το μυαλό του δεν λειτουργούσε, δεν σκεφτόταν. Μόνο τα ζωτικά του όργανα, υποβοηθούμενα από χιλιάδες σωλήνες, σωληνάκια και μηχανήματα, λειτουργούσαν … ούτε καν λειτουργούσαν … δούλευαν, αγωνίζονταν να τον κρατήσουν μακριά απ’ τον κόσμο των τελείως νεκρών.

Μια μάζα από σωλήνες, μηχανήματα και γάζες είχε γίνει το σώμα που μάζεψε το ασθενοφόρο απ’ το πεζοδρόμιο. Έπεσε απ’ τον πέμπτο τη Δευτέρα το βράδυ. Έπεσε, νομίζοντας ότι είναι δάκρυ. Ξαφνικά, χωρίς λόγια και χωρίς κλάμα. Άφησε το κορμί του να πέσει σα νά ’ταν δάκρυ.

Μόνος, κανείς μαζί του, να εξηγήσει το «γιατί», να ακούσει τα τελευταία του λόγια ή να μεταφέρει τις τελευταίες του σκέψεις. Η λακκούβα που άνοιξε στο πλακοστρωμένο πεζοδρόμιο ήταν βαθιά, σαν κρατήρας. Και μόνο ένα δάκρυ, αν πέσει από ψηλά, κάνει τέτοια λακκούβα.

«Θα ζήσει»; Ήταν το πρώτο πράγμα που ρώτησαν τους γιατρούς.

«Είναι νωρίς ακόμη, για να ξέρουμε», απαντούσαν εκείνοι.

.

.

Δυο μέρες το πάλευα. Δεν μπορούσα να πάω στο νοσοκομείο, να δω τον φίλο μου. Δεν ήθελα. Τι να δω; Γάζες και ορούς; Δεν άντεχα. Την τρίτη μέρα πήρα βαθιά ανάσα και τ’ αποφάσισα. Έπρεπε να δω τους δικούς του, να πω μια κουβέντα. Μαραζωμένους τους συνάντησα στην αίθουσα αναμονής, έξω από την εντατική, αμίλητους. Μόλις με είδε η μάνα του έβαλε τα κλάματα. Σα να έφταιγα εγώ, έτσι αισθάνθηκα. Σα να έφταιγα που ήμουν φίλος του και μ’ αγαπούσε και κουβεντιάζαμε ώρες ατέλειωτες, γιατί καταλάβαινε ο ένας τον άλλο. Σα να έφταιγα εγώ επειδή τον αγαπούσα και τον καταλάβαινα. Έτσι ένιωσα με τα δάκρυα της μάνας, που τα σκούπιζε μ’ ένα μαντήλι και δεν τ’ άφηνε να πέσουν στο πάτωμα. Εδώ ήταν νοσοκομείο, εντατική, έπρεπε να επικρατεί ησυχία.

Πήγα να φύγω, αλλά ο πατέρας του με σταμάτησε. «Έλα, βρε παιδί μου, πες μας, τι έγινε;» Να τους πω εγώ τι έγινε! Πού να ξέρω τι έγινε; Σήκωσα του ώμους, ζαλίστηκα κι εκείνος με μισή φωνή, με μισή καρδιά, με καθόλου ψυχή, σιγοψιθύρισε φεύγοντας από κοντά μου «αν δεν ξέρεις και συ, δεν ξέρει κανένας, ποτέ δεν θα μάθουμε».

Την άλλη μέρα, ο γιατρός ήταν αισιόδοξος. «Θα ζήσει» είπε στους γονείς κι αυτοί σα να ξύπνησαν ξαφνικά από βαθύ ύπνο, άρχισαν να χοροπηδάνε να φιλιούνται και να γελάνε. «Έγινε σωστή δουλειά, είχε το παιδί γερή κράση, θα ζήσει». Εκείνη την ώρα αυτό ήταν αρκετό. Θα ζήσει. Αυτό ήταν το σημαντικό, δεν χρειάζονταν να μάθουν τίποτ’ άλλο. Ο γιατρός, χωρίς να τον ρωτήσουν, μετά από μια μεγάλη παύση, εξήγησε ότι μάλλον θα καταφέρει να σηκωθεί και να περπατήσει και ότι δεν υπάρχουν σοβαρές βλάβες στον εγκέφαλο. Δηλαδή, όλα τέλεια, όλα καλά. Τι τύχη ήταν αυτή.

.

.

Εδώ και τρία χρόνια, κάθε μέρα, μετά τη δουλειά, περνάω απ’ το σπίτι του φίλου μου.

Περπατάει, αν και κάπως αδέξια, τρώει, αν και κάπως άτσαλα, αυτοεξυπηρετείται γενικά, αν και με λίγη βοήθεια, αλλά δεν θυμάται τίποτα. Ούτε ποιος ήταν ξέρει, ούτε να μιλάει καλά μπορεί. Σιγά-σιγά μαθαίνει πάλι να μιλάει, να βλέπει, να περπατάει και να σκέφτεται. Μαθαίνει από την αρχή. Ολόκληρη η ζωή του σβήστηκε την στιγμή που το σώμα του συνάντησε το πεζοδρόμιο. Τότε ο φίλος μου πέθανε. Δεν υπάρχει πια. Εδώ και τρία χρόνια, πάω κάθε μέρα και κάνω λίγη ώρα παρέα σ’ ένα τρίχρονο παιδί, στο σώμα ενός τριαντάρη. Εκείνος δεν θυμάται ποιος είμαι, με βλέπει κάτι σαν θείο, άνθρωπο του σπιτιού και οι γιατροί, ψυχολόγοι και ειδικοί, είπαν ότι ζορίστηκε πολύ όταν οι γονείς του προσπάθησαν να του εξηγήσουν τι συνέβη, ήθελαν να του θυμίσουν το παρελθόν του. «Είσαι μηχανικός» του έλεγαν, «εργάζεσαι στην τάδε εταιρεία», τίποτα. Δυσκολευόταν κι έβαζε τα κλάματα. Κι έτσι σταμάτησαν την προσπάθεια, περιμένοντας το θαύμα.
.
.

Ο φίλος μου άρχισε να ζει μια καινούργια ζωή, από την αρχή, στα τριάντα του. Δεν θυμήθηκε ποτέ και τίποτε απ’ το παρελθόν του.

Μόνο εγώ θυμόμουνα την τελευταία κουβέντα που είχαμε, μια μέρα πριν πέσει. Μόνο εγώ θυμόμουνα που κουβεντιάζαμε για την ζωή και το θάνατο. Λέγαμε για τον άνθρωπο και το πνεύμα. Αναρωτιόμασταν για τους εαυτούς μας. Και συμφωνούσαμε μ' αυτόν, που είπε ότι ο εαυτός είναι η επιτομή όσων θυμόμαστε κι ότι το τραγικό στον θάνατο είναι η απώλεια όχι του μέλλοντος, αλλά του παρελθόντος.

Μόνο εγώ συνέχιζα να κλαίω, όταν τον τάιζα, όταν τύχαινε να λείπουν οι γονείς του και τον έβαζα να «κάνει τα κακά» του και τον σκούπιζα, μέχρι να μάθει. Κι αυτός μου χαμογελούσε χωρίς να ντρέπεται. Αθώος. Έχασε την ζωή του ο φίλος μου, αλλά δεν βρήκε άλλη, αυτό το σώμα που συνεχίζει να ζει, αυτό το σώμα είναι άλλος. Αυτό το άτομο που μου χαμογελάει αθώα, χωρίς να ντρέπεται, δεν είναι ο φίλος μου. Κι εγώ κλαίω για τον φίλο που έχασα κι αφήνω τα δάκρυα να πέσουν κάτω. Δεν κάνουν ούτε μια τόση λακκουβίτσα, όταν πέφτουν τα δάκρυα. Εξαφανίζονται τα δάκρυα όταν πέφτουν, διαλύονται, χωρίς ίχνη. Όπως διαλύεται κι ο άνθρωπος …

................................................................

.......................................

....................


Αφορμή για το post αυτό ήταν το τελευταίο κείμενο του φίλου μου του numb_jg,
σε συνδυασμό με το απόσπασμα του Κούντερα που έχω σαν υπότιτλο στο blog.

Κάτι σαν απάντηση σ' αυτό που ακούγεται συχνά:
"α ρε, ας ξαναγινόμουνα είκοσι ετών και θά 'βλεπες".
Το λέμε και φανταζόμαστε το εαυτό μας
σαν εικοσάχρονο με τις εμπειρίες που έχουμε
στα πενήντα, αλλά χωρίς τα λάθη του παρελθόντος,
απαλλαγμένοι ίσως κι από τις στεναχώριες.
Ε, αυτός δεν θα είναι εγώ. Θα είναι άλλος άνθρωπος.
Αυτό είναι το τραγικό (που κατάφερα να το κάνω μελό).

Τετάρτη, Ιουλίου 11, 2007

Δεκαεξαβ γουφστος

Ο Κάπα έβγαλε το τζην και μπήκε στην μπανιέρα. Καθώς το νερό έδιωχνε απ' το σώμα του τ' αλάτια, σκεφτόταν εκείνη. "Μάλλον δεν της αρέσει η λογοτεχνία", ψιθύρισε και συνέχισε να την σκέφτεται. "Ούτε το βραδινό μπάνιο. Καθόταν όλη την ώρα κι έπινε τους FIESTA. Είναι, όμως, πανέμορφη, η άτιμη. Ή μάλλον ήταν."
Βγήκε απ' το ντους κι έψαχνε τα camel του. Τρία τσαλακωμένα άφιλτρα, δεν θά 'βγαζε το βράδυ. Κάθησε μπροστά στην οθόνη και τα χέρια του ακούμπησαν στο πληκτρολόγιο.
.
.
.
Η Σάντρα Φλασόν, η μικρή ελεφαντίνα, έκανε τις καθημερινές της δουλειές στη ζούγκλα, δίπλα απ' το κοπάδι. Ο αδελφός της ο Ζεράρ Φλασόν δεν είχε φανεί όλη μέρα. Ξαφνικά, βλέπει στο κομοδίνο, στηριγμένο στο πορσελάνινο βάζο, δίπλα από την οικογενειακή φωτογραφία, ένα γράμμα. Αναγνωρίζει τα γράμματα του Ζεράρ. Το πιάνει με την προβοσκίδα της και τρέχει γρήγορα στην μαμά, που έβοσκε χορτάρι μαζί με όλο το κοπάδι.

"Μαμά, μαμά!!" φωνάζει από μακριά και πλησιάζοντας την μητέρα της και το κοπάδι, λέει λαχανιασμένη "Μαμά, ο Ζεράρ ... ο Ζεράρ έφυγε τη νύχτα. Κοίτα, μας άφησε ένα γράμμα στο κομό του σαλονιού."
"Ω, θεέ μου, διάβασέ το γρήγορα, Σάντρα" κάνει όλο αγωνία η μαμά.
Η Σάντρα σηκώνει την προβοσκίδα μπροστά στα ματάκια της και διαβάζει: "Καλή μου μαμά, καλή μου Σάντρα, συγχωρήστε με αλλά πρέπει να φύγω. Δεν αντέχω άλλο εδώ. Με πνίγει αυτή η θλιβερή σαβάνα, όπου το μόνο που κάνω επί 16 ώρες την ημέρα, είναι να μασουλάω χορτάρι. Μέσα μου κρύβω άλλες φιλοδοξίες, θέλω να κάψω τα φτερά μου στη φλόγα της φυγής. Νιώθω την ανάγκη για ακατονόμαστα πάθη, όπως να τρέχω γυμνός μεσ' τα κύματα ή να βλέπω διαφημίσεις κολλημένος στην τηλεόραση."

"Αχ Ζεράρ, τί ευαίσθητο το μωρό μου", λέει η μαμά και σκουπίζει μ' ένα χαρτομάντηλο τα δάκρυα.
Η Σάντρα συνεχίζει: "Εδώ η ευαισθησία μου δεν έβρισκε ανταπόκριση."

Εκείνη την στιγμή η μαντάμ Κουλουμιέ, η ρινοκερίνα που είχε πλησιάσει το κοπάδι των ελεφάντων, λέει με ύφος ¨Αυτά παθαίνει κανείς, άμα δέν ξέρει ν' αναθρέψει τα παιδιά του. Σας τό 'λεγα εγώ ότι τα παραχαϊδεύετε και ιδού το αποτέλεσμα. Σας βγαίνουν φαντασμένα".
Με την τελευταία της λέξη, ένα φοβερό χαστούκι από την προβοσκίδα της μαμάς ελεφαντίνας σκάει με δύναμη στα μούτρα της Κουλουμιέ, ενώ η φωνούλα της Σάντρας ακούγεται όλο παράπονο "Κι αυτή με το αφροδισιακό τσουτσούνι στο κεφάλι, τί θέλει κι ανακατεύεται;"

"Συνέχισε χρυσό μου", λέει η μαμά και η Σάντρα συνεχίζει το γράμμα του Ζεράρ "Η ασυνεννοησία άνοιξε βαθύ χάσμα ανάμεσα σ' εμένα και στους άλλους. Δεν ανέχομαι πια την έλλειψη λεπτότητας που τους διακρίνει. Έτσι όπως τους βλέπω με τις άχαρες προβοσκίδες τους να αναμασάνε τα ίδια ελεεινά ανέκδοτα, ντρέπομαι. Τί αποβλακωμένα όντα! Μια πραγματική κινούμενη κατάθλιψη, η μεγαλύτερη συγκέντρωση ρυτίδων ανά τετραγωνικό εκατοστό. Φεύγω πριν με πλήξει αυτή η παχυδερμική μελαγχολία"

"Κατάθλιψη; Αυτό πέφτει κάπως βαρύ" ακούστηκε ένας γέρος ελέφαντας, αλλά δεν του έδωσαν σημασία...
.
.
"Ιδού, λοιπόν, κυρίες και κύριοι, ένα από τα ωραιότερα δείγματα παχύδερμων, που χαρακτηρίζονται από τον όγκο τους, βάρους πολλών τόννων και από το χοντρό και τραχύ δέρμα τους. Αυτό το μαστόδοντο θα εκτελέσει τώρα μερικές ασκήσεις, που αποτελούν πραγματικό άθλο για τα δυσκίνητα όντα αυτού του ζωικού είδους" ακούγεται η φωνή του θηριοδαμαστή, ενώ ο Ζεράρ Φλασόν με στολίδια στο κεφάλι και φουφούλα στη μέση, εκτελεί τις δύσκολες ασκήσεις. Κάνει κατακόρυφο, κουλουτούμπες και άλλα.
Ο Ζεράρ κατάφερε γρήγορα να εισχωρήσει στα καλλιτεχνικά κυκλώματα, αλλά δεν είχε μάτια παρά μόνο για μια όμορφη νεαρή ακροβάτισσα, τη Σολάνζ, που έβγαινε στη σκηνή μετά το νούμερο του Ζεράρ. Μπαίνοντας στα παρασκήνια, ο Ζεράρ, διασταυρώνεται με τον κλόουν και λέει αναστενάζοντας
"Τί ελαφριά και αέρινη..."
"Τί έγινε Ζεράρ; Ακόμα ξερογλείφεσαι με τη μικρή; Πρέπει να της μιλήσεις καμιά φορά", απαντάει ο κλόουν.
"Δεν έχω καμιά ελπίδα. Κοίτα με πώς είμαι. Ποτέ δεν θα έκανε παρέα μ' ένα χοντρομπαλά σαν κι εμένα."
"Δεν είσαι και τόσο χοντρός, όσο λές. Κι αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να φοράς φαρδιά ρούχα με κατακόρυφες ρίγες. Σε κάνουν να δείχνεις πολύ πιο αδύνατος. Κοίτα" λέει ο κλόουν κι ανοίγει το μεγάλο ριγέ πανωφόρι του, "από κάτω είμαι χοντρός, όχι αστεία. Φοβερή διαφορά ε;"
"Το πρόβλημά μου έχει βαθύτερες αιτίες. Η ψυχή μου δεν είναι σε αρμονία με το υλικό της περίβλημα. Μου έδωσαν ένα σώμα σαν ζαρωμένο σάπιο μήλο, ενώ εγώ νιώθω μέσα μου ανάλαφρος σαν σπουργίτι", εξηγεί ο Ζεράρ.
"Τότε, έχεις μόνο μία λύση: Την πλαστική χειρουργική. Κάνει θαύματα ξέρεις" πετάει την ιδέα ο κλόουν και φεύγει.

Ο Ζεράρ, δίχως να το σκεφτεί και πολύ, πάει στον πλαστικό χειρουργό κι αφού κουβεντιάζουν τις λεπτομέρειες της επέμβασης, ξαπλώνει στο χειρουργικό κρεβάτι και τον πετσοκόβουν... Σύντομα, φτάνει η στιγμή να βγάλει τους επιδέσμους και ν' αντικρίσει τον καινούριο του εαυτό. Μέσα στον καθρέφτη βλέπει έναν Ζεράρ αγνώριστο. Ελάχιστες ρυτίδες πιά, δέρμα λείο κι αφράτο και πρόσωπο ανθρώπινο, χωρίς προβοσκίδα και κρεμαστές φτάκες.
"Πω πω, Ψώνιο" λέει κι αρχίζει να ετοιμάζεται για το τσίρκο. Στέκεται πίσω από την αυλαία και ο κλόουν του κάνει νόημα ότι η Σολάνζ έρχεται. Μόλις η Σολάνζ εμφανίζεται μπροστά στον ελέφαντα, ο Ζεράρ λέει κομπιάζοντας:
"Ε.. καλημέρα Σολάνζ. Θα ήθελα να ..."
"Ζεράρ! Μα εσείς αλλάξατε λουκ. Μ' αρέσατε πιο πολύ με την προβοσκίδα" κι απομακρύνεται στα καμαρίνια.
.
.
Μετά τις δραματικές αυτές εξελίξεις, ο Ζεράρ γυρνάει από μπαρ σε μπαρ, πίνοντας συνέχεια και καταλήγει στα ναρκωτικά...
Σε μια ύστατη αναλαμπή διαύγειας, ο Ζεράρ συνειδητοποίησε ότι δεν του απέμενε παρά να επιστρέψει στις ρίζες του, για να πεθάνει τουλάχιστον με αξιοπρέπεια. Παίρνει το δρόμο του γυρισμού, αποφεύγει τη ζούγκλα και το κοπάδι και κατευθύνεται στο νεκροταφείο ελεφάντων. Στην πύλη τον σταματάει ο φύλακας.

-Θέλω να πεθάνω ήσυχα μαζί με τους άλλους.
-Αυτό το νεκροταφείο είναι αποκλειστικά για ελέφαντες. Το γράφει απ' έξω.
-Μα, είμαι ελέφαντας, με λένε Ζεράρ Φλασόν.
-Άσ' τα αυτά. Κοίτα, ξέρω καλά με τί μοιάζει ένας ελέφαντας, Μη με παίρνεις για βλάκα. Άντε, δίνε του να πεθάνεις αλλού.
.
.
Τα camel είχαν τελειώσει και ο Κάπα έψαχνε το πορτοφόλι του να πεταχτεί ν' αγοράσει καινούργιο πακέτο. Βρήκε το πορτοφόλι άδειο, μ' ένα σημείωμα: "τα χρειαζόμουνα".
Ούτε μια συγγνώμη, σκέφτηκε. Τουλάχιστον να της άρεζε η λογοτεχνία...
Έγραψε τον τίτλο "ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ ΠΑΧΥΔΕΡΜΟ" και έκανε κλικ στο "δημοσίευση ανάρτησης".

Μετά από τρεις μέρες τα έσβησε όλα. "Πφ, λογοτεχνία" σκέφτηκε, θ΄ασχοληθώ μόνο με την ψυχολογία από δω και πέρα.

Σάββατο, Ιουλίου 07, 2007

Ήθελα να σας γνωρίσω μερικούς από τους φίλους μου τους bloggers.
.
.
Αλλά πρώτα λίγα λόγια για μένα:
Η πρώτη μου φωτογραφία ως βρέφος. Νεογέννητος 43 ημερών περίπου.


Εδώ στους γάμους μου, ενώ περιμένω τη νύφη, σε ηλικία 2 ετών περίπου.

Εγώ πάλι, σε πιό πρόσφατη φωτογραφία του 2084 περίπου.
.
.
.

Και τώρα οι φίλοι και γνωστοί:

Οι παλιόφιλοι θείος Μαξ και αδελφός Ουφαρίων, που κάποτε είχαν blog με σάχλες.
~~~

O πολύ φίλος μου κύριος kapa, χωρίς τα δόντια του, που τώρα έχει blog με σάλτσες, αλλά δεν βάζω το link γιατί τον ζηλεύω.
~~~

Εδώ, ο κύριος κάπα κι εγώ, ενώ χειροκροτούμε τον Πετεφρή,
ο οποίος παίζει στο θέατρο.
~~~

Κι εδώ ο γνωστός σε μένα και σε όλους κ. Πετεφρής,
ο οποίος προσπαθεί να δείξει τα κέρατα, χωρίς επιτυχία.
~~~

Η πολύ φίλη και γνωστή κυρία Αθηνα, το Theoulini. Ρομαντική, μαχητική κι ανήσυχη.
~~~

Η κολλητή μου γητεύτρια, ενόσω βρίσκεται σε διακοπές, αλλά όχι ακόμη.
~~~

Η ange-ta διαδηλώνει έξω από τη βουλή, ενώ όλοι οι άλλοι έχουν φύγει.
Ακόμη και τα χελιδόνια.
~~~

Οι αδελφές Ελαφίνι και ΙΟΝ σε στιγμές ανάπαυσης.
~~~

Ο πολύ φίλος numb με μαλλιά, που θα πιούμε τσίπουρα του χρόνου.
~~~

Ο αγαπητός φίλος Βαγγέλης, όπου παλεύει με τις φωτιές και όλα τα άλλα κακά.
~~~

Η παλιόφιλη Ελένη πριν κόψει το κάπνισμα κι αρχίσει το blogging.
~~~

O Αργοναύτης, που δεν έχει blog, αλλά σχολιάζει συχνότατα.
~~~

Η εξαδέλφη μου σε ηλικία 2 μηνών περίπου.
(Όλοι στο σόι είχαμε μια πρόωρη ανάπτυξη).
Ούτε αυτή έχει blog, αλλά σχολίασε μια φορά.

Η ίδια εξαδέλφη σε μια πρόσφατη φωτογραφία του 1974 περίπου,
που μάλλον δεν πρόκειται να ξανασχολιάσει.


Ο εξάδελφος, που ούτε Blog έχει ούτε σχολίασε ποτέ,
αλλά είναι ψηλός και πάντα το κεφάλι του δεν βγαίνει.
~~~

Άλλη φορά θα πούμε κι άλλα ...
"Προσπάθησε να πει κάτι γλυκό, αλλά η γλώσσα του κρεμόταν στο στόμα του, όπως ένα σάπιο φρούτο απ' το κλαδί, και η καρδιά του ήταν ένα παράθυρο, μπογιατισμένο μαύρο." (Bernard Malamud)

π ε ρ ί π α τ ο ς (αρχείο):

φρέσκα σχόλια:

Widget by ReviewOfWeb