Θάλασσα, πικροθάλασσα

Κατ' αρχήν, συγχωρέστε τον ξενόγλωσσο τίτλο.
Αποτελεί συνέχεια του ξενόγλωσσου ερωτήματος
Où se trouve la Terre?
Où se trouve la Terre?
Η απάντηση είναι απλή. Η Γη βρίσκεται κει που τελειώνει η θάλασσα. Κι όλοι μπορούμε να κατανοήσουμε το προφανές της απαντήσεως. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για το ερώτημα "Πού τελειώνει η θάλασσα;". Μα, εκεί που αρχίζει η Γη, φυσικά!
Αν, όμως, όλα είναι τόσο προφανή και φυσικά, προς τί η ερώτηση και προς τί η απάντηση;
Αν, όμως, όλα είναι τόσο προφανή και φυσικά, προς τί η ερώτηση και προς τί η απάντηση;
Επειδή
Ένας άλλος τρόπος ν΄απαντήσεις (ή ν' αποφύγεις την απάντηση), χρησιμοποιώντας τα ούτως ή άλλως απατηλά δεδομένα, είναι ν' αρχίσεις την αναζήτηση για τον ορισμό της θάλασσας και τον ορισμό της Γης (ας την πούμε Στεριά για να συνεννοηθούμε και να διαχωρίσουμε τα ύδατα από την ξηρά, όχι όπως, ενδεχομένως, εννοείται στη Γέννεση, αλλά μ' έναν παραπλήσιο τρόπο του διαχωρισμού της ψυχής απ' το σώμα, εννοώ και πάλι των απατηλών δεδομένων από την εξίσου απατηλή σκέψη). Αλλά, όπως συμβαίνει με τους ορισμούς, μεταφερόμαστε στην κατηγορία των "εννοιών" και από την πραγματικότητα των υπαρκτών, στον πνευματικό χώρο των νοημάτων. Ή, κατά την γνώμη μου, απ' το αντικειμενικό στο υποκειμενικό, καθώς θα καταλήξουμε -αφού την έννοια της πραγματικότητας την αντιλαμβανόμαστε με την σκέψη- στο συμπέρασμα ότι τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό, τόσο δηλαδή η σκέψη όσο και η πραγματικότητα είναι το ίδιο απατηλές και "ανύπαρκτες".
Επιπλέον, προσπαθώντας να προσδιορίσουμε το "πού", τον τόπο δηλαδή όπου θα υπάρχει στεριά, πρέπει να ξέρουμε ότι το ειδικό βάρος της ερώτησης αυτής είναι ίδιο με το ειδικό βάρος της ερώτησης της Μαργαρίτας στον Φάουστ:
-Glaubst du an Gott?. Πιστεύεις στο Θεό;
Θέλω να πω, ότι η απάντηση είναι που θα δώσει σημασία στο ερώτημα. Η μόνη απάντηση που μπορούσε να βάλει στο στόμα του Φάουστ το ασύγκριτο πνεύμα του Γκαίτε, λίγους στίχους πιο κάτω, είναι μια διπλή ερώτηση:
-Ποιός καλή μου θα τολμήσει να πει πως στο Θεό πιστεύει; ...
-Ποιός με καρδιά να πει τολμά: δεν τον πιστεύω;
Και μ' αυτόν τον τρόπο ν' αναιρέσει την μόνη δυνατή απάντηση. Να την πάλι η αυτοσυντριβή.
~~~.~~~
Την εμμονή μου για τον Μόμπι-Ντικ την γνωρίζεται. Η εμμονή αυτή σχετίζεται με μιαν άλλη. Την εμμονή (όχι του θανάτου, αλλά) της ανυπαρξίας. Απολύτως! Μέσα από τα δύο αυτά κανάλια, που στην ουσία είναι ένα ή ενώνονται σε ένα (η σκέψη του Μέλβιλ, όπως αποτυπώθηκε πίσω απ' τις λέξεις του Μόμπι-Ντικ και η ανυπαρξία της ίδιας της σκέψης, η αδυναμία της να στερεοποιηθεί μέσω εννοιών και σημασιών, η αυτοσυντριβή της), μέσα λοιπόν απ' αυτή τη λειτουργία -δυσλειτουργία για τους πιο πολλούς- επιμένω να βλέπω τα πράματα. Γι' αυτό ο Σαλούβαρδος μου είναι απαραίτητος. Αποτελεί το συμπλήρωμα της εικόνας που φαίνεται, γιατί με το βλέμμα του σ' ένα κόσμο χιλιοδιαθλασμένο και χιλιοδιασπασμένο, καθώς μεσολαβεί ολόκληρος Ωκεανός, συμπληρώνει την κατά συνθήκη (συνθηκολογούσα) οπτική μου.

Για τον Ωκεανό των ψεμμάτων, που καλύπτει όλη τη Γη (φανταστείτε την σαν μια αποκλειστικά υδάτινη σφαίρα), χωρίς προοπτική να δοθεί ποτέ η ευκαιρία στα λιγοστά σποράκια της αλήθειας να συναντήσουν χώμα και να ριζώσουν κάποτε, υπήρχε μια αναφορά στο κείμενο της περασμένης Τετάρτης. Ας πάμε τώρα σε κάτι σπουδαίο. Στου Ναυτίλου, στις υποβλητικές παρουσιάσεις του οποίου δίνω πάντοτε ιδιαίτερη προσοχή και παίρνω μεγάλη ικανοποίηση, πληροφορήθηκα τις προάλλες για την Φάλαινα του Paul Gadenne. Από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε ο Μόμπι-Ντικ, πολλοί είναι αυτοί που βάλθηκαν να φωτίσουν το τεράστιο κήτος. Με φώτα, φωτάκια, κεριά και προβολείς, μ' αληθινό και ψεύτικο φωτισμό, ανάλογα με το πώς τον καταλάβαινε ο καθένας, στρέφοντας τις δέσμες του σε σημεία συγκεκριμένα ή αφηρημένα της απέραντης επιφάνειας, βύθιζε τις περισσότερες φορές σε πιο βαθύ σκοτάδι τ' αφώτιστα μέρη. Όπως υπάρχουν και λίγες, ξεχωριστές στιγμές, που το φως ερμήνευσε αυθεντικά κι έψαχνε εναγωνίως στ' ανήλιαγα σκότη την αυτοσυντριβόμενη σκέψη της Φάλαινας.
Τέτοιου είδους δυνατό φως είναι η Φάλαινα του Γκαντέν, ένα καταπληκτικό, σύντομο κείμενο σε μια πολύ καλή, άρτια μετάφραση της Βάνας Χατζάκη, απ' τις εκδόσεις Άγρα.

Αντί, λοιπόν, να σας κουράσω κι άλλο με τις δικές μου ασυναρτησίες, θα δώσω τον λόγο στον Γκαντέν και στην δική του Φάλαινα.

"Το ξέρετε πως μια φάλαινα έχει εξοκείλει στην ακτή; Μια άσπρη φάλαινα."
Οι περισσότεροι σηκώνουν τους ώμους, μερικοί μιλούν χωρίς να ξέρουν κι ο Πιερ με την Οντίλ ξεκινούν να τη συναντήσουν, κάτι που καταφέρνουν μετά από μια κοπιαστική πορεία.
"... Όταν, σε λιγότερο από διακόσια βήματα, διακρίναμε κάτι σαν ξαπλωμένο σωρό, με τις γραμμές σβησμένες, λίγο πατικωμένες, που είχε αποτεθεί λοξά στην ακτή, και που τον χτυπούσε μεθοδικά η άμπωτη, με την αδιάφορη επιμονή των πραγμάτων που συμβαίνουν ανεπίγνωστα. ...Πίεζε την ακτή με όλο της το βάρος, λες και το μόνο που επεδίωκε πια ήταν να εξαφανιστεί, λες και το είχε πάρει απόφαση πως από δω και πέρα θα ανήκει στη γη... Ήταν ένα άσπρο χωρίς φως ... το λευκό μια φάλαινας που εννοούσε να περνά απαρατήρητη, έξω και πέρα από κάθε σχήμα λόγου. Μια φάλαινα από φυσικού της πολύ απλή, πολύ κοντά μας - εν ολίγοις, από τις φάλαινες εκείνες που σε κάνουν να λες: 'Και να σκεφτεί κανείς πως θα μπορούσαμε να γίνουμε φίλοι!..."
"...Ένα όνειρο εκτυφλωτικό μας έσπρωχνε προς αυτή τη μονίμως ημιτελή κατασκευή, που τη βλέπαμε να καταρρέει για μιαν ακόμη φορά, αλλά που η αποτυχία της ελευθέρωνε μέσα μας μιαν έντονη επιθυμία μεγαλείου. Ελθέτω η βασιλεία σου..."
Τί να μεταφέρω εδώ και τί να παραλείψω Όλο το κείμενο είναι εκπληκτικό και, το ξαναλέω, απ' τις αυθεντικότερες προεκτάσεις της μεγάλης Φάλαινας του Μέλβιλ.
"...Το οικοδόμημα το οποίο είχαμε διακρίνει για μια στιγμή κάτω από το κολακευτικό φως των προβολέων δεν ήταν πια παρά ένας ζοφερός σωρός από στεναγμούς -και μπορούσαμε να δούμε να αναθρώσκει σαν μια λεπτή στήλη καπνού η ουσία από οτιδήποτε είχε υπάρξει ζωντανό και τις πλέον πολύτιμες διαφορές, μέσα από το καμίνι της φωτιάς, να επιστρέφουν στο φριχτό σκοτάδι της στάχτης. ... Ήταν μάταιο να ελπίζει κανείς ακόμη ότι θ' ανακαλύψει, κάτω από τις ύποπτες αυτές κηλίδες, κάτω απ' τις δυσδιάκριτες εκείνες αποχρώσεις, έστω και το λείψανο μιας ιδέας. Το πιο ποταπό συναντούσε εδώ το πιο ευγενικό εγχείρημα. Το πνεύμα έλιωνε και γινόταν νερό."
Και τί ήμασταν εμείς, εμείς που το κοιτάζαμε, όντα τυχαία, ανυπόστατα, έρμαια των άστρων, ξεβρασμένα στις ακτές μιας Φύσης χωρίς συμβάντα;
"... Νομίζαμε πως αυτό που βλέπαμε ήταν απλώς ένα κήτος μισοχωμένο στην άμμο: ωστόσο αυτό που ατενίζαμε ήταν ένας νεκρός πλανήτης."
...
"Μια κίνηση της Οντίλ με ανάγκασε να συνέλθω.
- Θά 'θελα να ήμουν η φάλαινα, μουρμούρισε με τα χείλη της στο λαιμό μου.
...- Γιατί το λέτε αυτό; ψιθύρισα.
Άρχισε με μια φράση, μετά σταμάτησε, λες και βρισκόταν μπροστά σε μια σκέψη που δεν έμπαινε σε λόγια.
...Αχ, Πιερ, είπε αρπάζοντας το μπράτσο μου, νιώθω λυπημένη, πολύ λυπημένη. Πολύ απογοητευμένη. Μου φαίνεται πως κάτι έχει συμβεί - πως ποτέ πια ο κόσμος δεν θα είναι όπως ήταν..."
"- Ακούστε, Πιερ, μπορεί να σας φανώ ανόητη, αλλά θα ήθελα... Πείτε μου, πιστεύετε πως δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι' αυτήν;
...
- Για να γίνει αυτό θά 'πρεπε ν' αλλάξει η ροή του κόσμου, Οντίλ.
- Και νομίζετε ότι δεν μπορεί ν' αλλάξει, Πιερ;
...
- Μπορεί, συνέχισε εκείνη, αν ο κόσμος ήταν αρκετά αγνός...
- Μπορεί, είπα.
- Μπορεί, όμως, να ήταν αρκετό ένα και μόνο αγνό πλάσμα να υπάρχει στον κόσμο; Δεν νομίζετε, Πιερ;
- Μπορεί, είπα."
- Για να γίνει αυτό θά 'πρεπε ν' αλλάξει η ροή του κόσμου, Οντίλ.
- Και νομίζετε ότι δεν μπορεί ν' αλλάξει, Πιερ;
...
- Μπορεί, συνέχισε εκείνη, αν ο κόσμος ήταν αρκετά αγνός...
- Μπορεί, είπα.
- Μπορεί, όμως, να ήταν αρκετό ένα και μόνο αγνό πλάσμα να υπάρχει στον κόσμο; Δεν νομίζετε, Πιερ;
- Μπορεί, είπα."
~~~.~~~

Η Γη, είναι φανερό, βρίσκεται εκεί όπου το κύμα ξεβράζει τη Φάλαινα. Κι όσο ελπίζει κανείς ότι θα τη συναντήσει, τόσο θα συνεχίσει ν' αναρωτιέται.
Γιατί, είν' αναπότρεπτο, η ερώτηση "που βρίσκετ' η Γη;" να δίνει τη θέση της στο ερώτημα "υπάρχει Γη;"
Και σαν τον Φάουστ, η απάντηση είναι διπλή:
"Ναι, πιστεύω ότι υπάρχει."
και ταυτόχρονα
"Όχι, δεν πιστεύω ότι υπάρχει."
Ό,τι χωράει ανάμεσα σ' αυτή την αυτοαναίρεση είναι η αλήθεια που λάμπει για μια στιγμή και την επόμενη βυθίζεται κάτω απ' την επιφάνεια του νερού, αυτοσυντρίβεται στο κενό μεταξύ δύο κυμάτων.
Γιατί, είν' αναπότρεπτο, η ερώτηση "που βρίσκετ' η Γη;" να δίνει τη θέση της στο ερώτημα "υπάρχει Γη;"
Και σαν τον Φάουστ, η απάντηση είναι διπλή:
"Ναι, πιστεύω ότι υπάρχει."
και ταυτόχρονα
"Όχι, δεν πιστεύω ότι υπάρχει."
Ό,τι χωράει ανάμεσα σ' αυτή την αυτοαναίρεση είναι η αλήθεια που λάμπει για μια στιγμή και την επόμενη βυθίζεται κάτω απ' την επιφάνεια του νερού, αυτοσυντρίβεται στο κενό μεταξύ δύο κυμάτων.
Η ΓΗ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΟΥ-ΤΟΠΙΚΗ...
-----------------------------------------------
Αφιερώνεται στον Γούφα που έθεσε την ερώτηση
και στο αυτοσυντριβόμενο blog του
-----------------------------------------------
Αφιερώνεται στον Γούφα που έθεσε την ερώτηση
και στο αυτοσυντριβόμενο blog του