I rebel against my logic
my hidden secrets can be yours
...............................................................
Περπατούσα. Μες στην πόλη περπατούσα κι έβλεπα στους τοίχους μνήμες. Έβλεπα τη βροχή να ξεπλένει τις πρόσφατες μνήμες.
Περπατούσα. Δίπλα στο ποτάμι περπατούσα κι έβλεπα στις όχθες μνήμες. Έβλεπα το φουσκωμένο απ’ τη βροχή νερό να ξεπλένει τις χθεσινές μνήμες.
Έφτασα στην ακτή.
Περπατούσα. Πάνω στην αμμουδιά περπατούσα κι έβλεπα το κύμα να ξεπλένει τις πιο παλιές μου μνήμες.
Kαθαρός, καινούργιος, αληθής, αμνηστευμένος, πήρα το δρόμο της επιστροφής.
Όσο έβρεχε εγώ θα περπατούσα …
Κάποιος, άγνωστος, έξυνε με τα νύχια του τον τοίχο. Κι έκλαιγε. Έκλαιγε τις μνήμες που του ’παιρνε η βροχή. Στα βρώμικα νύχια του κομμάτια απ’ το χθες. Με γνώρισε.
Κάποιος, άγνωστος, έσκαβε με τα χέρια του στην όχθη του ποταμού. Κι έκλαιγε για τις μνήμες που έπνιγε το φουσκωμένο νερό. Με γνώρισε κι αυτός.
Αλλά, η θάλασσα,
Ω, η θάλασσα!
Η θάλασσα δεν αφήνει ίχνη.
Όσο υπάρχει θάλασσα,
υπάρχει ελπίδα.
Ναι;
Κι όσο υπάρχει ελπίδα,
τίποτα δεν αλλάζει.-
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δυο ξεχωριστές μου φίλες, η Abttha και η Surrealist, με κάλεσαν ν’ αντισταθώ.
Φαίνεται, ήρθ’ η ώρα. Σήμανε το προσκλητήριο, χτύπησ’ ο συναγερμός.
«Οι δείκται των αντιστάσεων ευρίσκονται κάτωθεν των φυσιολογικών ορίων.»
Και χρειάζετ’ εγρήγορση. Χρειάζεται όλοι μαζί. Χρειάζονται ατομικές προσκλήσεις. Επιστράτευση, Πόλεμος, Αίμα. Χρειάζεται αίμα.
Ή, απλώς, χρειάζεται Ποίηση.
[Από την ‘ΚΙΧΛΗ’ του ΣΕΦΕΡΗ:]
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον άνθρωπο
ΤΟ ΦΩΣ
Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν'
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια'
ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,
το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός
που τελειώνει στη γύμνια.
Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά,
άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου
που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου'
τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι'
ο δωρικός χιτώνας
που αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,
είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι.
Κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάρια
και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο
κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν’ αρμενίζει στο αίμα
ν’ αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι
και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια'
τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω απ’ τον ήλιο.
Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια
πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,
σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως
μ’ ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,
καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες
πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια'
ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά
προς τα χαλίκια του βυθού
οι άσπρες λήκυθοι.
Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
Αγγελική και μαύρη, μέρα'
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες .
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε…
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη'
στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα'
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης'
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως'
……………….και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ή, απλούστερα, χρειάζεται ν’ αντισταθείς στον εαυτό σου, ν’ αντισταθείς στα ψέματα και στην άμυνα του «Εγώ» σου. Δεν αντιλαμβάνεσαι καν ότι αμύνεσαι, δεν αντιλαμβάνεσαι καν ότι λες ψέματα; Πρώτα στον εαυτό σου.
Ποια εικόνα βλέπεις στους τοίχους της πόλης και στις όχθες του ποταμού;
Τι προσπαθούσες τόσα χρόνια να χτίσεις. Ποιόν να κοροϊδέψεις;
Ποιος είν’ αυτός, ρε; Θυμάσαι ποιος είναι στ’ αλήθεια; Τον γνωρίζεις;
Ναι;
Είναι ένας κλόουν συμπαθής.
Είναι ένας επηρμένος αντιπαθής.
Ναι;
Είναι ένας Δον Κιχώτης που παλεύει τους ψεύτικους ανεμόμυλους.
Είναι το ανάποδο του Δον Κιχώτη που παλεύει, αν και ξέρει ότι οι ανεμόμυλοι είναι πραγματικοί.
Ναι;
Τον αναγνωρίζεις;
Απ’ αυτόν πρέπει να φυλαχτείς. Ενάντια σ’ αυτόν πρέπει ν’ αντισταθείς.
Τον είδες;
Ακόμη αμύνεται, ακόμη ψεύδεται. Ακόμα νομίζει ότι είναι κάτι. Ότι παλεύει.
Δεν παλεύει. Τίποτα δεν είναι. Ένας χαμένος.
Τον αναγνωρίζεις;
Ναι, τον είδα.
Τότε ξέρεις. Μην αντιστέκεσαι. Άσ’ τον να τσακιστεί στο γκρεμό. Άσ’ τον να σωθεί, ν’ απαλλαχθεί από τον εαυτό του, απ’ το ‘εγώ’ του. Να μείνει μόνος. Άδειος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
… Και ποτέ μην ξεπέσεις στο αχ εμείς οι καημένοι.
(Δε θέλει παρά ένα βηματάκι να το σκεφτούν οι άλλοι για σένα).
[Μανόλης Αναγνωστάκης: Το περιθώριο ’68-’69]
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Να τον βοηθήσω. Θέλω.
Τότε, πνίξ’ τον στη θάλασσα. Σκότωσέ τον μιαν ώρα αρχύτερα.
Άδειασέ τον.
Βόηθα.
Fabrizio De Andrè-Un Giudice |
Ή, απλούστατα, δεν αρκεί η αντίσταση. Πόλεμο θέλει. Αίμα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ποταμός
Κακόμοιρος εγώ
κόσμος
να γυρνάω μ’ ένα σακούλι σπασμένα φτερά
σαν τον ατσίγγανο
να αιμορραγώ νύχτες να γερνάω παιδί.
Κακόμοιρος εγώ να διασχίζω τους καιρούς αδιάφορα σαν να μην
ήταν για μένα παρά
το πέρασμα
του ποταμού στο στεγνό κρεβάτι
η φευγάλα.
Ξάφνου αλλάζει το τοπίο. Ρους βιαστικός, ανεξερεύνητος, έτσι
το ’θελε λέει και της γλώσσας η μοίρα, έτσι.
Και πάλι άξαφνα η φλέβα σπάει: φτύνει αίμα φτύνει όνειρα, γεν-
νάει και γεννιέται με πόνους άφατους μέσα στα μουγκρητά
ενός κόσμου που αλλοιώνεται.
Κι άξαφνα –πάλι το λέω- αλλάζει. Το κρεβάτι μου γεμίζει νερά το
όνειρό μου μπάζει την τρικυμία της μέρας και πορφυρώνε-
ται στο αίμα της κάθε μια λέξη απαγορευμένη
κάθε προφητεία έξω δική.
Κι άξαφνα –πάλι θα το λέω- ο άνθρωπος που μιλούσε πέθανε.
Με τα χέρια κόκκινα με τα μάτια κόκκινα.
Με τις φλέβες του κόσμου κομμένες πάνω στο δικό του μοναδικό
στήθος.
[Ελένη Κονδύλη: Λάθος τρένο]
18 σχόλια:
Καλή αρχή (αντίστασης με ποίηση) εύχομαι!
"Ανδρομέδα
Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι
όταν χαμηλώνουν τ' άστρα και συγγενεύουν με το κορμίμου
όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων.
Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ως πού
θα με παρασύρουν;
Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;
Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκι
δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου,
βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων
κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων."
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (1900-1971)
και θα επανέλθω, ευχαριστώ πολύ για την αναφορά(ξεχωριστής, πολύ τιμητικό).
Καληνύχτα, την εκτίμησή μου!
Καληνύχτα surrealist.
Να ξανάρθεις, γιατί τώρα τέλειωσε.
Προσωρινά πάλι, όπως όλα.
Ευχαριστώ!
κρόππερ
καλημέρα.
η ώρα πλησιάζει επτά. ξύπνησα στις πέντε, ως συνήθως γύρω εκεί, γέμισα την καφετιέρα αχνιστό καφέ, δίνω στον εαυτό μου κάποιες μέρες ξεκούρασης και ξεκούτιασης, το καινούριο κυκλοφόρησε, ανασαίνω...
φορτωμένη από πράματα που ξέρεις για πολλούς λόγους, γράφω για ένα εγώ που δεν υπάρχει, για ένα υπερεγώ που επίσης δεν υπάρχει αλλά νομίζει ότι υπάρχει.
και μετά, μπαίνω εδώ.
αρχίζω και διαβάζω, γουρλώνουν τα μάτια μου.
διαβάζω και πέφτω μετωπική σ'ένα εγώ! πώς τα κατάφερες και μου πήρες τη μνήμη κρόππερ; πώς το έκανες αυτό; πώς; είχες μπει στο όνειρό μου, τότε που μεγάλωνα δίπλα σ'ένα ποτάμι; στο πιο σημαδιακό μου όνειρο, είχα βάλει το παιδικό πολυθρονάκι μου δίπλα στην όχθη. το ποτάμι ανέβαζε λάσπη μέχρι το χείλος. κι εγώ εκεί καθισμένη, να το κοιτάζω χωρίς να σηκώνομαι, μιας κι αγαπούσα εκείνο το μικρό πολυθρονάκι. πιο μέρα δυο γύφτοι, ένας πατέρας μ'έναν δωδεκάχρονο, ήθελαν το πολυθρονάκι μου. κι εγώ προτιμούσα το ρέμα του ποταμού παρά να μείνω έκπτωτη πριγκήπισσα στο φόβο...
φόβο!
και μετά, χρόνια μετά, όταν με ξεριζώσανε από παντού, από τη γλώσσα μου, τον τόπο μου, όταν μου έδωσαν καινούριους τοίχους να κοιτάω και να γράφω με μαχαίρια επάνω τους και επάνω μου, στα δεκαπέντε μου, η αναφορά που πήρες κι έκλεισες το ποστ σου αυτό. να σαι μακριά και να μαθαίνεις για μια ελευθερία που εσύ ποτέ δεν είδες. να σαι αλλού, και να ξέρεις ότι σ'άλλο στήθος η ζωή.
τουλάχιστον να βλέπεις, πως όχι εσύ...
εγώ δλδ...
όχι...
ναι, δε μάτωσες εσύ για όλα αυτά. ταπεινώσου ελένη,
πες στον κρόππερ 'ευχαριστώ κρόππερ', έτσι σε μάθανε.
εξομολογήσου όμως, έστω δημόσια, πως εσύ, δλδ εγώ, συγκινήθηκες για μια φορά, γιατί εκείνο το ξένο στήθος, έγινε δω, στο χάρισε αυτός ο κρόππερ, κι έγινε για λίγο δικό σου.
την παράδοση των αδερφοποιτών, την ξέρεις, έτσι;
τι να πω άλλο τώρα. ευχαριστώ δε λέω, πια. μου χάρισες ένα κομμάτι απ'τη ζωή μου. και γελοίο να ακούγεται, σκασίλα μου κρόππερ. για μένα είναι μεγάλο.
να είσαι καλά.
θα σε ενοχλήσω, αν μου επιτρέπεις, κι άλλο.
φφφφ... συγκίνηση.
:)
καλημέρα.
και τι γελοία που μπορεί να είμαι, τώρα που με διάβασα!
κάτι σαν μια παλιά διαφήμιση: 'πλένει, σκουπίζει, σιδερώνει'....
:)
(ΥΓ. α! και εκδίδεται... χε χε χε...)
Είστε πολύ καλός!!!!! Είμαι φίλη της surrealist! :)) Με τη surrealist ακούγαμε στα δύσκολα του ποιητή ένα δύο και πιο πολλά τραγούδια........ του Φαμπρίτσιο....... οπότε σας αφήνω το σχόλιό μου. Με συγκινήσατε!!!!
Φύσα αέρα δροσερέ
Κι’ αέρα του πελάγου
Να πάρεις το οινόπνευμα
Απ’ το κεφάλ’ του Κρόπερ
Το οινόπνευμα είναι πολύ
Και το κεφάλι ένα
Και του βαράει ανάποδα
Κι’ αρχίζει τα τραγούδια.
Κι’ ανάθεμά με ο δύστυχος
Αν έχω καταλάβει
Έστω μια λέξη μοναχά
Έστω και ένα γιώτα.
Απ’ όταν έφτιαξε το μπαρ
Έφτιαξε τη παράγκα
Όλο αδειάζουν τα ποτά
Όλο φυραίν’ ο πάγκος
-------------------------
Έπεται συνέχεια στο επόμενο.
-abttha,
-Πολύ ακούγεται.
Πολύ από καρδιά, πολύ από νου, από ψυχή και αίμα.
Εγώ τό 'κανα όλο αυτό;
Σ' ευχαριστώ!
Μόνο μια δικιά σου χορδή να άγγιξε, μόνο μιαν άκρη μιας ψυχής, ο "περίπατος" νιώθει κίνηση. Συγκίνηση.
Νιώθει φίλος εξ αίματος...
-Ρία,
-Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Καλωσόρισες φίλη της φίλης.
Ναι, δεν ξεχνώ τον Φαμπρίτσιο, που μας όρισε να μην ξεχνάμε.
-Μπάρμπα Νίκο,
-Μας χρωστάει ο καιρός κρασί δίπλα σε μια φωτιά. Να πίνουμε ποιήματα και να λέμε πιήματα.
Με όλη την παρέα γύρω.
απλά : πάρα πολύ ωραίο :))
Από την ποιητική συλλογή
Τerra Mitica (της Surrealist)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
...
Με πήρε και με σήκωσε ο άνεμος
και πήγε και με άφησε απάνεμα
στις παρυφές μιας δομημένης λογικής
από την άναρχη κι αδέξια του πάθους μακριά
τις μαντεψιές μου ν' ακουμπήσω σε όσα δω
να περιπλανηθώ με τα εσώψυχά μου...
Λιποτάκτησα
ξεστράτισα;
Απείθαρχη...
Με πήρε και με άφησε, στ' απόμερα
στης πλανερίας μου τα κόσμια που έζησα;
Μ' αδράζει στο απάγκιο του...
ωσάν ουλές οι μνήμες μου ξανάρχονται ματώνουν...
Ερωτοκάπηλους δε ξέχασα, ζητάς άνεμε άντρα, ξανά να τους θυμάμαι;
Θάλασσα είμαι γυναίκα
σου χαρίζομαι
το γέλιο μου μη θες να ευτελίσω.
Στη κάτω χώρα κάνω όνειρα...
τα όνειρα μυρίζουν γκρι της στάχτης...
Στα λίθινα τ' αληθινά ουρλιάζουνε
δεν προσανατολίζονται...
περί (και ) ορίζονται,
από σχισμές στο φεγγοβόλημα σα τα λουλούδια γέρνουν.
Ακούω το φευγιό σου άνεμε
ανεμοφλογισμένη γυμνή... ένα φιλί σου περιμένω...
και είναι χειρότερο να είσαι άνθρωπος μισός απ' το να είσαι μόνος...
…
2
…
Μη με περιφρονείς που ταπεινώνομαι
Το σεβασμό που σού 'χω
κατάντια μη θαρρείς
μη με θωρείς για λύπηση
και την εκτίμησή μου απόγνωση μην τη θαρρήσεις...
…
3
…
Ξεχνώ τους τρόπους μου
κοντολογίς θρασομανώ, πάλι μαζί σου
μόνο μαζί σου θα θροΐζω
ξημέρωμα στο Λοιμοκαθαρτήριο...
…
4
…
Τις λαχταρώ χωρίς λαβείν
τις "παλινδρομίζουσες" τις αναμνήσεις
κείνες που έχω και δεν έχω
πως τις προσμένω
να μου αρκούσανε λιγότερα τόση αυθεντικότητα γυρεύω.
Ευχαριστώ πολύ τον φίλο Cropper για την φιλοξενία στο Blog του…
Και το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω είναι να αφήσω ένα σχόλιο ακόμα
(ένα ποίημα, έστω σε αποσπάσματα)
Την καλησπέρα μου!!
Πωπω..πολύ όμορφο ποιητικό σεργιάνι το αποψινό!
Απολαυστικά και χειμαρρώδη όλα τα σχόλια!
Καλό Σ/Κ
Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές
ΣΕ ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΙ!
-roadartist,
-Να είσαι καλά. Ευχαριστώ.
-Surrealist,
-Ένα μεγάλο ευχαριστώ,
πιο μεγάλο απ' όλα τα προηγούμενα,
ειπωμένα ή εννοούμενα.
Μεγάλη μου τιμή ...
-Γλαρένια,
-Ευτυχώς που υπάρχετε και με τα σχόλιά σας (ο)μορφοποιείτε όσα αδέξια γράφω.
-Θείε Μαξ,
-ΣΕ ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΙ!
Πολύ όμορφο!!!
Ποταμός...
"ΚΙΧΛΗ"
Δαίμονος επιπόνου και τύχης χαλεπής εφήμερον σπέρμα, τι με βιάζεσθε λέγειν, α υμίν άρειον μη γνώναι.
(Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ)
Δημοσίευση σχολίου