Μια φορά κι ένα καιρό, πριν λίγο καιρό, 0 μικρός David Cropperfeel βγήκε από το σπίτι του τη νύχτα και χώθηκε στο δάσος. Ήταν μια νύχτ’ αφέγγαρη, μαύρη και κρύα, αλλά ο μικρός David δεν φοβόταν. Το σκοτάδι του άρεζε. τον τραβούσε ανέκαθεν το σκοτάδι, από πολύ μικρό και πολλές φορές χανόταν στο δάσος. Χωρίς να το ξέρει. Ούτε καταλάβαινε ούτε παραδεχόταν ότι χάθηκε.
«Πού γυρνάς και χάνεσαι;» τον ρωτούσε η μάνα του κι αυτός έλεγε «δεν χάνομαι, να, αφού εδώ μπροστά σου είμαι». «Αλήθεια, τί κάνεις στο δάσος κάθε τρεις και λίγο;» τον ρωτούσαν οι φίλοι του. «Πάω κι αισθάνομαι», απαντούσε. Πέρ’ απ’ την ακοή, πέρ’ απ’ την όραση, πέρ’ απ’ τον πόνο και τη χαρά, αφουγκραζόταν τις σκέψεις του. Μόνο αυτές υπάρχουν στο δάσος.
Ο δάσκαλός του τον είχε προειδοποιήσει. Είχε μιλήσει σ’ όλη την τάξη, σε όλα τα παιδιά και τά ’χε δασκαλέψει να μη βγαίνουν τα σκοτεινά βράδια απ’ το σπίτι. Στον David είχε μιλήσει ιδιαιτέρως, ήξερε για τις νυχτιάτικες εξόδους, και του είχε πει να προσέχει, «το δάσος κρύβει παγίδες», του είχε πει. Ότι υπάρχουν βαθιά πηγάδια, που δεν φαίνονται ούτε την μέρα και ότι μπορεί να μην έχει άγρια ζώα το δάσος μας, αλλά ίσως υπάρχει το φοβερό γκόλεμ, έτσι έλεγαν οι παλιότεροι, δεν μπορείς να ξέρεις. «Εγώ το γκόλεμ δεν το φοβάμαι» φώναξε με πείσμα στον δάσκαλο ο David, «είναι φίλος μου και μ’ αφήνει να γράφω στο μέτωπό του».
Έτσι, είχε βγει και τώρα στο δάσος ο David Cropperfeel κι αισθανόταν όσα δεν έβλεπε κι όσα δεν τον πονούσαν, όσα δεν άκουγε κι όσα δεν τον έκαναν χαρούμενο. Αισθανόταν ελεύθερος εκεί, μέσα στο σκοτάδι, αισθανόταν μεγάλος κι ελεύθερος, γινόταν David Cropperfree. Περπατούσε όλο και πιο βαθιά στο μαύρο δάσος και πετούσε. Πετούσε τις σκέψεις του, πετούσε μαζί τους, μέσα στη σκοτεινιά, μέσα στην ησυχία κι ένοιωθε την ελευθερία της απουσίας. «Άσε το δάσκαλο να λέει. Σήμερα δεν έχει ούτε πηγάδια ούτε γκόλεμ. Σήμερα θα μιλήσω στον Σιμούργκ τον Ατάραχο.»
Και μ’ αυτές τις σκέψεις τον πήρε ο ύπνος στη ρίζα του δέντρου. Είχε έναν ανήσυχο ύπνο, όλο στριφογύριζε ο μικρός David και σε μια στροφή, δίχως να καταλάβει πώς, βρέθηκε να γλιστρά μες το βαθύ πηγάδι. Έπεφτε αργά, συνέχεια, μέχρι που η πτώση δεν του φαινόταν προς τα κάτω πια, αλλά αισθανόταν ότι κρατιόταν μετέωρος στο κενό και στο σκοτάδι.
…
Πίσω, στο σπίτι, η μάνα ετοιμάστηκε πάλι να πάρει τους δρόμους και να τον φωνάζει «Croppeeeer, Croppeeeeer». Η φωνή της μάνας διέσχιζε τη σιωπή και το σκοτάδι του δάσους, έφτανε σε κάθε δέντρο κι αντιλαλούσε σε κάθε γωνιά, άλλαζε κατευθύνσεις, άλλαζε ήχους, περνούσε μέσα απ’ τον ύπνο του David και στεκόταν πάνω απ’ το πηγάδι. Ο Cropperfeel δεν άκουγε, παρά μόνο ένα ω…η, ω…η, που τον τάραζε. Τάραζε την ελευθερία του και γέμιζε την απουσία. Γύριζε μες στο μυαλό του το ωω…ηηη, ωω…ηηη, ώη ώη μάνα μου! Ω, η μάνα μου. «Με φωνάζει ωηή, Κωστηή, ωηή Κωστηή. Αλλά εδώ που βρίσκομαι δεν μπορώ να βγω και να την συναντήσω. Είμαι πολύ χαμηλά κι αυτή βρίσκεται πολύ ψηλά, εκεί πάνω. Σε λίγο, ήρθαν στο δάσος κι οι φίλοι του. Ανήσυχοι, με φακούς και λάμπες να φωτίσουν το σκοτάδι, άρχισαν να φωνάζουν «croppeeer, cropperfeeeel».
Ο μικρός David κατάφερε επιτέλους να νικήσει τον λήθαργο, να νικήσει το βάρος με την βοήθεια των φίλων, κατάφερε ν’ ανυψωθεί. Λίγο-λίγο ανέβαινε πάλι απ’ το βαθύ πηγάδι, λίγο-λίγο πλησίαζε τον κόσμο.
Όταν βγήκε ολόκληρος, έμοιαζε να πετάει κι όσο οι φίλοι του φώναζαν γεμάτοι χαρά που τον βρήκαν επιτέλους, που τον βρήκαν ζωντανό, τόσο πετούσε ο μικρός David Cropperfly.
What would you think if I sang out of tune,
Would you stand up and walk out on me?
Would you stand up and walk out on me?
Lend me your ears and I'll sing you a song
And I'll try not to sing out of key.
And I'll try not to sing out of key.
Oh, I get by with a little help from my friends
Mm, I get high with a little help from my friends
Mm, gonna try with a little help from my friends
What do I do when my love is away
(Does it worry you to be alone?)
How do I feel by the end of the day,
(Are you sad because you're on your own?)
No, I get by with a little help from my friends
Mm, I get high with a little help from my friends
Mm, gonna try with a little help from my friends
Do you need anybody
I need somebody to love
Could it be anybody
I want somebody to love.
Would you believe in a love at first sight
Yes, I'm certain that it happens all the time
What do you see when you turn out the light
I can't tell you but I know it's mine,
Oh, I get by with a little help from my friends
Mm, I get high with a little help from my friends
Mm, gonna try with a little help from my friends
Do you need anybody
I just need someone to love
Could it be anybody
I want somebody to love.
Oh, I get by with a little help from my friends
With a little help from my friends.
18 σχόλια:
Ωραια τα περνας ρε μαγκα!
Ευχομαι στον "μικρο" David..να πετα παντα ελευθερος και να αισθανεται καλα.... σε οποιοδηποτε δασος κι αν βρεθει..!
Σπουδαια πραγματα δεν εχω γραψει ακομη στην ζωη μου!Εκτος απο εναν ονειροκριτη!Που με βγαζει αληθινο αρκετες φορες!
Ετσι που περιεγραψες το πεσιμο και την επιστροφη απ το πηγαδι,πηγαν οι σκατοσκεψεις μου σε κανα καρδιακο επεισοδιο,χτυπαω ξυλο!!!Φτου φτου!!
Μαλλον ο ονειροκριτης μου φταιει!
Αντε καλως ηρθες πισω και με το καλο να γινεις και παλι David Cropperfield!
Στo δάσος το γκόλεμ αναζήτησε τη σκιά του David Cropperfree.
Έτσι, όπου άκουγε τα «βήματα» του, έστεκε για να τον συναντήσει.
Όμως αντί για τα βήματα του «David», ήτανε τα θροΐσματα των φύλλων… που πέφτανε από ψηλά… από πολύ ψηλά, από τα χέρια φεγγαροστάλαχτης αγαπημένης του, γυναίκας.
Το δρόμο του, να του φωτίζουν!
Ήτανε όλα τα χαμόγελα μαζί, στο σκοτεινό το δάσος, σαν μια αστράδα…
Ήταν μία φωνή που έγινε φωνές, φωνήεντα μες στο σκοτάδι…
και το γκόλεμ κρύφτηκε από τον cropperfe(eee)l
- το emet έγινε met… -
και πια ο cropperfee(ee)l γυρίζει από το δάσος…
Μόνος του επιστρέφει… ο Cropperfly...
διατηρώντας καθαρή τη μορφή του, για να μας κάνει χαρούμενους…
( Επίσης,από τις καλύτερες διασκευές σε τραγούδι των Beatles (των Lennon - Mc Cartney)…
Στην μπάντα του, στη συναυλία στο Woodstock, ήταν μαζί του και ο Jimmy Page ο μετέπειτα κιθαρίστας των Led Zeppelin )
Σ΄ευχαριστώ!
Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Ένας ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ του Ντίκενς, δεύτερος ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, ο διάσημος μάγος που απειλούσε να … εξαφανίσει την Ακρόπολη και τρίτος ο David Cropperfeel που –με τη μαγική του πένα- πάει να γίνει Ντίκενς. Ε, καλύτερο κοπλιμέντο δεν θα σου έκανε κανείς.
το 'πέταξα' ή κάπως έτσι.
αυτό, το ξέρω και μ'ανησυχεί. το πηγάδι καλά ήταν ακόμη, ε, φίλε κρόππερ;
μα πετάς, πετάς...
τι πετάς;
πρόσεχε κι εσύ.
Γούφα
Ωραία είναι ούτε να καταλαβαίνεις ούτε να παραδέχεσαι.
Γιώργο Λ.
Ο μικρός Δαυίδ σ' ευχαριστεί και ανταποδίδει.
Κώστα
Εμένα πάλι σαν εγκεφαλικό μου φάνηκε.
O cropperfill γιόμ'σε.
surrealist
Θα μπορούσε:
Τα φύλλα που πέφτανε από ψηλά να γίναν ο Cropperfall, που τον φωνάζαν Cropperfault κι αυτός άκουγε Cropperfaun, αισθανόταν Cropperfull, αλλά δεν ήταν παρά Cropperfeign που νομιζόταν Cropperfey προσποιούμενος τον Cropperfiend.
Αλλά, ο γέγραπται, το e δεν σβήνει και το met δεν μένει μόνο. Γιατί το cropper είναι σταθερό, καθώς και το f του Φόβου που Φυσά τις Φωνές των Φεγγαροστάλαχτων.
Ως το f της Φωτιάς, του Φιλιού και της Φιλίας.
Εγώ σ' ευχαριστώ!
Αργοναύτη,
ήρεμα. Αυτό είναι δούλεμα, δεν είναι κοπλιμέντο.
Abttha, καλή μου φίλη,
προσέχω. Ο Αρίοστος ο Προσεχτικός είμαι, που αφηγούμαι στιγμές ...
Όχι "δούλεμα". Πείραγμα καλοπροαίρετο.
ήταν ένα γιοφύρι
κι ήταν ποτάμι
είμασταν μαζί κάμποσοι άνθρωποι, όσους χωράει το βιός τους καθενός μας, τα βράχια ήταν μυτερά. ο καθένας πετούσε κομμάτια του για να αλαφρύνει η βάρκα.
Αργοναύτη
--Έλα ρε φιλαράκο, ακόμη νομίζεις ότι παρεξηγούμαι. Αφού, ξέρεις, μ' αρέσει να παραφράζω τα λεγόμενα ...
Abttha,
--Κομμάτια για πέταμα...
Η πιο όμορφη θάλασσα είν' αυτή που τίποτα δεν σου περισσεύει. Όταν όλα αξίζουν να σωθούν, αν αξίζουν να σωθούν, ας σωθούν.
Κομμάτια για πέταμα, για πέταγμα, όπως λέμε...
Για κάποιον μες στον κόσμο είναι αργά
Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά;
Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές
και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ' όλα,
δε στο 'χω πει ακόμα.
Μ' ένα φανάρι ξαναγυρνάς τις νυχτιές
ψάχνεις γι' ανυπόταχτες ματιές.
Να αγγίζω το βυθό και να ξοδεύομαι γιατί το θέλω
σ' ένα πλατύ γιαλό στην εγκατάλειψη λευκού χειμώνα
Ταξίδι στο βυθό στη χώρα των ψυχών
θάλασσα σκοτεινή που με φιλοξενεί
σαν φωτεινό νησί μέσα στην κόλαση.
Μην η αθωότητά μου είναι μέσα στη σιωπή
σ' ένα θησαυρό χαμένο που γυρεύω μια ζωή
μην την ξόδεψα στα ζάρια μην την πήρε το κρασί
ίσως φταίει η βροχή που κλαίει με παράπονο κι οργή
Τι πάθος βυθίζει σε πέλαγα το νου
βραδιάζει κι αλλάζει το χρώμα τ' ουρανού
Περπάτησε, πείνασε, δίψασε, κουράστηκε
και όπου έφτανε ρωτούσε.
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
Μια κούπα από τη στάχτη μου
να φτιάξετε συντρόφοι
σαν θα γεμίζει με κρασί
μπορεί να ξαναζήσω
...και άλλα πολλά
κομμάτια που πετούν και μεις μαζί τους.
ΛΟΙΠΟΝ:
Διαγώνισμα, ποιός θα βρει τους τίτλους των τραγουδιών από τ' αποσπάσματα των στίχων. Έχουμε και εύκολα, έχουμε και δύσκολα, βραβεία δεν έχουμε.
Α, θέλουμε, επίσης, στιχουργό και συνθέτη και ημερομηνίες γέννησης των γονιών τους των καημένων.
τα ονόματα είναι όλα εύκολα αλλά μου διαφεύγουν. ξέρω μόνο ημερομηνίες γέννησης των καημένων γονιών. για να τους πεις μακάριους πρέπει να έχουν πεθάνει. αυτοί έχουν πεθάνει από τις νύχτες που γεννήσανε. αλλά οι στοιχουργοί δεν το ξέρουν πάντοτε.
'μπορείς μια στιγμή να βγάλεις το σκασμό όταν μιλάω και να μην ακούγεται αυτός ο αντίλαλος',
είπε η βάρκα.
κι έκατσε στην άμμο. όχι την ξανθή, την άλλη.
η τρελή ξανθιά είμαι, αλλά βαριέμαι λογκίν ακι ταυτότητες (πια), κι αυτό, από ποιο τραγούδι είναι, μου λές;
την καλημέρα μου και συγγνώμη για το αρλουμποειδές, μα με έχετε συνηθίσει ελπίζω:)
Οϊ οϊ μανούλαμ’.
Πολύ κουλτούρα έπεσε με το καινούριο χρόνο.
Μην ήρθαν τάχα ποιητές, μην ήρθαν λογοτέχνες;;;
Μήπως ο Γούφας άφησε για λίγο το Τσιρίγο;;;
Μη με τη γρίπη τη κακιά μας ήρθε από τα ξένα;;
Και πιάσει τους λεβέντες μας και μας τους κάμει φλώρους..
Μπάρμπα Γιώργαρος Μπλατσάρας
Ξανθή Aνώνυμη Αμμουδιά
--Μπράβο! Τα βρήκες όλα με τη μία.
Μπάρμπα Νίκαρε Μπλατσάρα
--Τη Φλωροσύνη μη τη κλαίς
εκεί που πάει δεν είναι
μήτε ο Γούφας έφταιξε
μήτε καμιά αρρώστια
Μον' είναι από τη μάνα του
το σκαρί έτσι φτιαγμένο.
Καλώς τον! Τά 'παμε; Δεν τά 'παμε.
Δημοσίευση σχολίου