B a r - ά γ κ α

Σήμερα, η νύχτα ήταν παράξενη. Άνοιξα την συνηθισμένη ώρα, ετοίμασα τον πάγκο, έβαλα μια σειρά αργεντίνικα ν’ ακούγεται κι άναψα τα κεριά. Αλήθεια, τ’ άναψα;
Έσκυψα να ελέγξω τον πάγο κι όταν σηκώθηκα, τα κεριά είχαν σβήσει.
«Δεν βαριέσαι» είπα. «Κάτσε νά ’ρθει κανένας και τ’ ανάβω πάλι».
Από τα ηχεία ακουγόταν ο
André
s Calamaro στο
«Milonga del trovador», όταν άκουσα θόρυβο απ’ το πίσω τραπέζι, το μόνο που δεν μπορούσα να δω απ’ τον πάγκο.
«Μα, τι στο διάολο, πότε ήρθε;».
Ένας τύπος με μαύρο φουλάρι τυλιγμένο έτσι που του έκρυβε το στόμα , ένας ξένος, καθόταν κι έπαιζε μ’ ένα σουγιά.
«Τι μπύρες έχεις;» ρώτησε απότομα.
«Έχω πολλές», είπα. «Ποια προτιμάς;»
«Φέρε μια Lucifer!»
Άναψα το κερί απ’ το τραπέζι και καθώς γυρνούσα, είδα στον πάγκο δυο άντρες, κεφάτους, να συζητούν. Καλησπέρισα, μου παράγγειλαν τα ποτά και συνέχισαν την κουβέντα. Μιλούσαν για ποίηση.


- Γκυ, άκουσέ με. Σπάνια η ποίηση έγινε ποίημα. Τα περισσότερα έργα τέχνης προδίδουν την ποίηση, αφού ποίηση και εξουσία είναι έννοιες ασυμφιλίωτες.
- Συμφωνώ, φίλε μου, αλλά θα πρόσθετα ότι στην εποχή της διάλυσής της, η τέχνη, σαν αρνητική κίνηση που επιδιώκει το ξεπέρασμά της, είναι τέχνη της αλλαγής και, ταυτόχρονα, απόλυτη έκφραση του αδύνατου της αλλαγής. Η πρωτοπορία της τέχνης οδηγεί στην εξαφάνισή της, Ραούλ, είναι η εξαφάνισή της.
- Δεν είμαι σίγουρος. Τουλάχιστον η ποίηση, αλλά και γενικά η τέχνη, για μένα είναι η οργάνωση του δημιουργικού αυθορμητισμού.
- Χαίρω πολύ! Εσύ δεν έλεγες ότι η τέχνη, σαν σφυγμός της κουλτούρας και της κοινωνίας, αποκαλύπτει την αποσύνθεση των αξιών;
Είχα «στήσει αυτί» και προσπαθούσα να καταλάβω, αλλά, εν τω μεταξύ το μαγαζί γέμισε. Σ’ ένα τραπέζι ο Γούφας φώναζε «έεεεε, τα ποτά δικά μου σήμεραααα», δίπλα του η Γητεύτρια, μόλις πλησίασα, παράγγειλε ν’ ακούσει το «Passion Y Duente” με τον Gino D’Auri κι ο Νίκος με περίμενε να συνεννοηθούμε για την παράσταση του Καραγκιόζη που θα έπαιζε στο bar, ενώ ο Κώστας με ρωτούσε αν θα ’ρχόταν το μπαλέτο με τα κορίτσια.

Γύρισα πίσω στον πάγκο μου. Ένας ακόμη είχε προστεθεί στους συντρόφους που μιλούσαν για την τέχνη. Έδειχναν να τον ξέρουν, αν και φαινόταν πολύ μεγαλύτερός τους. «Καλώς τον Σαρλ» είπαν κι έκαναν χώρο να κάτσει. Ρώτησα τί θα πάρει.
Δόξα και τιμή σε σένα, Σατανά
Στα ύψη τ’ Ουρανού,
Και μες στης Κόλασης τα βάθη,
Εκεί βασίλεψες, εκεί νικημένος
Ονειρεύεσαι μες στη σιωπή!
Κάνε κάποια μέρα κι η ψυχή μου,
Κάτω απ’ το Δέντρο της Γνώσης,
Κοντά σου τον ησυχασμό να βρει,
Την ώρα που πάνω στο μέτωπό σου
Τα κλαδιά του θ’ απλωθούν
Σαν καινούργιος Βωμός!
«Σε μένα το λέτε;» ρώτησα.
«Όχι, σε ‘κείνον που θα ’ρθει τελευταίος» μου είπε. «Φέρε μου ένα ποτήρι κόκκινο κρασί».
Ο Γούφας σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα προς τον πάγκο. Στήθηκε σε μια πόζα ιπποτική και φώναξε: «Με συγχωρείτε για την αυθάδειά μου, φαίνεστε επαγγελματίες, αλλά, αν μου επιτρέπετε, τη γνώμη μου να πω.»
«Βεβαίως», είπε αμέσως ο Γκυ.
«Να σ’ ακούσουμε», συμφώνησε ο Ραούλ.
«Ποιο είναι αυτό το νησί το θλιμμένο και μαύρο; - Τα Κύθηρα,
μας είπε κάποιος, χώρα φημισμένη απ’ τα τραγούδια,
για όλα τα γεροντοπαλίκαρα παράδεισος φτηνός»
είπε ο Σαρλ και πρόσθεσε «Λέγε»
Κι ο Γούφας μ’ επίσημη φωνή έκανε αυτή τη δήλωση:
>>ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΤΕΧΝΗ γιαυτο και τεχνη ετσι οπως το οριζουμε ΔΕΝ υπαρχει.
Tεχνη ειναι που οποιος μπορουσε να κανει ενα βισωνα στον βραχο με ενα καρβουνο τα έκανε πλακακια με τον σαμάνο και λέγανε στους άλλους που δεν ξερανε να ζωγραφίσουν -άσε που τους εκρυβαν και τα κάρβουνα, ασε που είχαν και την κλίκα τους να καθοριζει τι εστι καλλιτεχνικός βισων και τι κιτσαρικός- αλλα ξερανε να γκρεμοτσακίζονται να κυνηγάνε τα βουβάλια, φέρτε μας τωρα κι εμας να φάμε το φιλέτο διότι για να ξανασκοτώσετε βούβαλο και να μην πεθανουν τα παιδια σας απ την πεινα εμεις πρεπει εδω μπροστα στη ζωγραφιά να κανουμε τα μαγικά μας και μη μας πει κανείς πως ειναι τεχνη να σκοτωνεις το βουβάλι διότι στο κυνήγι έχουμε πολλούς ...καλλιτεχναράδες ενω στις ζωγραφιές ειμαι μονο εγω, Το σενάριο ειναι φανταστικό μεν ενδεικτικό δε. Ολοι ειμαστε καλλιτεχνες αλλα μας το κρυβουν διοτι πρεπει να υπαρχει καταμερισμός και αξιολόγηση.Και στη συνεχεια εκμετάλευση. Και οταν λεω τεχνη δεν υπαρχει διοτι ολα ειναι τεχνη, απαντα, αυτο εννοώ. Η ιστορια με τις λςγόμενες καλλες τέχνες ξεκίνησε στραβα και ετσι θα τελειώει.
ΚΑΤΩ Η ΤΕΧΝΗ ! ΖΗΤΩ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΡΑΔΙΚΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΕΙΡΑΣ! Ζήτω η ΑΤΕΧΝΙΑ. Ζήτω η υπερσυνολική τέχνη της ατεχνίας<<
Σταμάτησε κι έκανε να φύγει, ζητώντας συγγνώμη για την δυσλεξία του, αλλά τον σταμάτησαν τα χειροκροτήματα. Πρώτος χειροκρότησε ο Ραούλ κι όλο το μπαρ ακολούθησε. Ακούστηκε κι ένα σφύριγμα θαυμαστικό από το πίσω τραπέζι, κι αμέσως η βραχνή φωνή του Σαρλ:
«Κάτοικε των Κυθήρων, παιδί ουρανού τόσο ωραίου,
Σιωπηλά υπέφερες τούτες τις ασέβειες
Σαν εξιλέωση για τις άτιμες λατρείες
Και τ’ αμαρτήματα που τον τάφο σου στέρησαν»
«Θάνατος στην Τέχνη. Θάνατος στην Ιδεολογία» ακούστηκε ενθουσιασμένος ο Ραούλ. Το αλκοόλ είχε αρχίσει τη δράση του. «Να κάψουμε το φασισμό και η ίδια φλόγα να τυλίξει όλες ανεξαίρετα τις ιδεολογίες και τους λακέδες τους.»
Ο Νίκος σηκώθηκε και φίλησε τον Γούφα κι εγώ του έκανα από μακριά «μπίνγκο».
Τώρα είχε έρθει και η Αθηνά, που επέμενε να κεράσει, ελεύθερη κι αθώα.
Παρ’ όλο που η συζήτηση ήταν για την τέχνη κι είχαν ακουστεί πράγματα βαριά και κάπως δυσνόητα, ήμουν ευχαριστημένος, η ατμόσφαιρα έμοιαζε με χαλαρή γιορτή.
Το μπαρ έδειχνε να ησυχάζει σιγά-σιγά. Ακούγαμε το «Cite tango» του Astor Piazzolla και
τότε πρόσεξα, αυτόν που καθόταν μόνος σ’ ένα τραπέζι κι έγραφε. «Τι λέτε για όλα αυτά;» τον ρώτησα χαμογελώντας.
«Ποτέ δεν λέω, μόνο γράφω, γράφω για όσα οι άλλοι λένε. Ένα dimple και νερό, παρακαλώ» απάντησε και μου ’δωσε το σημείωμα που μόλις είχε τελειώσει:
«Βλέπω τους κολασμένους κάπως έτσι.
Ευφραδείς χωρίς σκοπό, πάντα φτάνοντας
στα όρια των ικανοτήτων τους
οι λέξεις να τους προδίδουν, και μήτε
γροθιές μήτε αγκαλιάσματα
να τους βοηθούν σε κάτι περισσότερο,
ανίκανοι για γύμνια
κλειδώνουν τα χέρια τους ο ένας με τον άλλο
σαν τα κλαδιά δυο δέντρων πεθαμένων,
ηχούν το κρανίο με ένα δάχτυλο μακρύ,
η ομιλία τους κάτι σαν τρυπάνισμα, τα μάτια τους
δίχως ματόκλαδα βλέπουνε άδεια για πάντα
Αυγή: η αργή πτώση του τραγουδιού. Ο ουρανός
Τον φαντάζομαι λευκό, να ρέει φιλεύσπλαχνα.»
Ντέηβιντ Κ.
Στην παρέα του πάγκου είχε φτάσει και τέταρτος. Απ’ την τσέπη του εξείχε ένα βιβλίο και μόλις το είδε ο Ραούλ, το άρπαξε. «Ο αιώνιος Μόντι» είπε, καθώς ο καινούργιος πήγε να διαμαρτυρηθεί. Λες και δεν ξέραμε ποιο βιβλίο κουβαλάς πάντα μαζί σου. Το ξεφύλλισε κι άρχισε να λέει: «Εδώ ο ποιητής έχει πλάσει μια οξυμένη μορφή του Κακού, ως αναπόσπαστου στοιχείου του κόσμου, μια μορφή ανείπωτης βίας, που θέλησε να στρέψει ενάντια στην ψεύτικη παγκόσμια καλή συνείδηση. Αυτά τα ποιήματα εμφανίζονται, σε τελευταία ανάλυση, ως αντανάκλαση της διπλής τάσης του αναρχικού κινήματος, της αδιάκοπης παλινδρόμησής του ανάμεσα στην καθαρή βία και τη μεταρρυθμιστική ουτοπία.»
«Σσσς, μας ακούει, είναι εδώ» είπε ο Σαρλ και σταύρωσε τα χέρια του σα να προσευχόταν.
Αέρας μπήκε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα κι έσβησ’ όλα τα κεριά. Την ίδια στιγμή ένας ξαφνικός κεραυνός και τα φώτα σβήσαν. Το ίδιο κι η μουσική και οι φωνές και τα γέλια. Για ένα δευτερόλεπτο δεν έβλεπα και δεν άκουγα τίποτα. Μετά άναψαν τα φώτα ξανά και είδα τον περίεργο ξένο να πλησιάζει στον πάγκο. Ο Γκυ κι ο Ραούλ τραβήχτηκαν στην άκρη. Ο Σαρλ, ακίνητος, συνέχισε να προσεύχεται.
«Πατέρα θετέ, εκείνων που μες τη μαύρη του οργή
Κυνήγησε απ’ τον παράδεισο τη γης, ο Πατέρας Θεός,
Ω, Σατανά, συμπόνεσε την ατέλειωτη δυστυχία μου!»
Κι ο Μόντι, μαγεμένος, παρακολουθούσε με έκσταση. Προσπαθούσε να φυλακίσει στο μυαλό του τη στιγμή. Θα ‘θελε να ‘χει εδώ, τώρα, μαζί του πινέλα και χρώματα. Έβγαλε ένα μικρό μπλοκάκι κι ένα μολύβι . Άρχισε να σκιτσάρει γρήγορα ό,τι έβλεπε. Και σκιτσάρισε τον ξένο, ν’ ανοίγει τον σουγιά, να ελευθερώνει μια λεπίδα κοφτερή κι εκεί που τα χείλη του ενώνονται με τη σάρκα ... ... ...
Μια σταγόνα αίμα έπεσε πάνω στο σκίτσο του Μόντι. Πάγωσα, όλοι παγώσαμε. Τώρα, ο μόνος που γελούσε ήταν ο ξένος. Μ’ ένα γέλιο που ακουγόταν ίδιο με το δικό μας, πιο πριν, αλλά ωστόσο διαφορετικό φαινόταν. Ένα γέλιο κόκκινο, ένα γέλιο που έσταζε αίμα. «Πάλι καλά που πεθαίνουμε», ήταν τα μόνα του λόγια που ακούσαμε απ’ αυτό το στόμα. Έφυγε.
Το τάνγκο του Piazzolla δεν είχε τελειώσει ακόμα. Η γιορτή, όμως, έλαβε τέλος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
.
.
.
Γκυ: (Guy Debord)
Η φράση του με πλάγια είναι από το
«Η Κοινωνία του Θεάματος», εκδ. Ελεύθ. Τύπος
--------------------------------------------------------------
Ραούλ: (Raoul Vaneigem)
Τα λόγια με πλάγια είναι από το
«Η επανάσταση της καθημερινής ζωής», εκδ. Άκμων (πρωτότυπος
τίτλος: Traité de savoir-vivre à l'usage des jeunes générations).
Η τελευταία αναφορά, απ’ το οπισθόφυλλο του βιβλίου
που βρισκόταν στην τσέπη του Μόντι.
-------------------------------------------------------------------------
Σαρλ: (Charles Baudelair)
Αποσπάσματα από τα «Οι λιτανείες του Σατανά-Προσευχή» και
«Ταξίδι στα Κύθηρα», από «Τα άνθη του κακού», σε μετάφραση
Δέσπως Καρούσου, εκδ. Γκοβόστη.
--------------------------------------------------------------------------------
Μόντι: (Amedeo Modigliani)
Λέγεται ότι δεν αποχωριζόταν ποτέ αυτό το βιβλίο.
Το πορτραίτο του, απ΄τον ζωγράφο Jacques Moitoret
--------------------------------------------------------------------------------------------
Ντέηβιντ: (David Constantine)
Σύγχρονος Άγγλος ποιητής. Γεννήθηκε το 1944 και το ποίημα
έχει τίτλο «Οι κολασμένοι», σε μτφ. Ερωτόκριτου Μωραϊτη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γούφας, Γητεύτρια, Νίκος (melissas), Κώστας (Vrakas),
Αθηνά (Theoulini), είναι γνωστοί πελάτες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο ξένος είναι, βέβαια, ο Maldoror των ομώνυμων «Ασμάτων»,
που έγραψε ο Isidore Ducasse, σαν κόμης de Lautreamont.
Η εικόνα που κόβει τα χείλη του είναι από το πρώτο άσμα.
.
.
.
canto IX (45-54)
“Κοίτα”, μου λέει, “τις φοβερές τις Ερινύες.
Στ΄αριστερά είν’ η Μέγαιρα
στα δεξιά είν΄η Αληχτώ, που κλαίει
κι η Τισιφόνη μες στη μέση
κι ύστερα σώπασε.
Τα στήθια με τα νύχια τους ξεσκίζανε κι οι τρεις
τα χέρια τους χτυπούσαν και φωνάζαν τόσο,
που απ΄τον φόβο μου στον ποιητή κολλάω.
“Έλα, Μέδουσα, : έλα να τον πετρώσουμε”,
κάτω κοιτώντας φωνάζαν κι οι τρεις
“κρίμα που δεν εκάμαμε το ίδιο του Θησέα”.
Την Μέδουσα ο καθρέφτης δεν τη φοβάται.
Ούτε ο Περσέας.
Το ζήτημα είναι: ποιος κατέχει την κεφαλή της.
Η Αθηνά ή ο Φόρκυς; Ο Φόρκυς ή ο Ποσειδών; Εμείς ή οι άλλοι;
Ούτε εκείνη φοβόταν τον καθρέφτη, αλλά απ’ το καθρέφτισμά της, έπαψε; Έπαψε;
ΑΟΡΑΤΟΣ ο Περσέας, όταν είδε το καθρέφτισμα, της Μέδουσας, στην ασπίδα του, της πήρε το κεφάλι.
Το έβαλε στο σακίδιο…
Η Μέδουσα έπαψε; Όχι…
Το φοβερό της πρόσωπο κρυμμένο, προστατεύει ότι βρίσκεται στον εσωτερικό μας κόσμο, την ασυνειδησία απ’ τη συνείδηση…
Όσο για το ζήτημα,
πάντα υπήρχε μια αιμομικτική σχέση, ένα «κήτος», το χάος, για να τ’ ορίζουν οι προβολές μας… εάν σε αυτές επιτεθούμε μέσω της συνείδησης, τη Μέδουσα δεν “κοιτάξαμε”…
και σωστά: ποιος κατέχει την κεφαλή της; Εμείς ή οι άλλοι;
Πάντα ο -«άλλος»- εαυτός μας.
canto VI (27-33)
Κι όπως το πεινασμένο το σκυλί γαυγίζει,
Και σταματά όταν να τρώει αρχίζει,
Κι άλλο δε νιώθει παρά καταβροχθίζει,
Έτσι έκαναν και τούτες οι τρεις φάτσες οι αποκρουστικές
Του δαίμονα του Κέρβερου που ξεκουφαίνει τις ψυχές
που κάλλιο θά ‘θελαν νά ‘σαν κουφές.