«Ο Θεός να με φυλάει να μην ολοκληρώσω ποτέ τίποτα.»*
ΓΙΑΤΙ απ’ όλους τους συγγραφείς που μας αρέσουν και τους διαβάζουμε ασταμάτητα και τους θεωρούμε μεγάλους, ο καθένας μας με τα δικά του κριτήρια και τις δικές του προτιμήσεις, ξεχωρίζουμε κάποιους; Κάποιους τους αγαπάμε πιο πολύ και κάποια έργα τους, κάποια βιβλία τα ξεχωρίζουμε. Γνωρίζουμε πάντα την ακριβή τους θέση στη βιβλιοθήκη, όσο μεγάλη βιβλιοθήκη κι αν διαθέτουμε, μια θέση που συνήθως είναι κενή, γιατί το βιβλίο βρίσκεται, κουρέλι πια απ’ τις πολλές αναγνώσεις, τις περισσότερες φορές πάνω στο γραφείο, στην πολυθρόνα, στην θέση που απολαμβάνουμε το διάβασμα, πάντα κοντά μας.
Από τις 7 Φεβρουαρίου του 1992, όταν αγόρασα και διάβασα για πρώτη φορά τον Μομπι-Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ (1819-1891), αυτό το βιβλίο, σταθερά και πιθανότατα οριστικά, απέκτησε την θέση του πιο ξεχωριστού των βιβλίων που πέρασαν απ’ τα χέρια μου. Και πέρασε απ’ τα χέρια μου αμέτρητες φορές. Τρεις φορές διαλύθηκε απ’ την «κακομεταχείριση», τρεις φορές το ξαναγόρασα. Κι αμέσως πέρασε στην καρδιά μου και μετά στο νου κι εκεί ακριβώς ήταν που κόλλησα. Βοήθησε σ’ αυτό κι ο μεταφραστής του, που δεν είναι μεταφραστής μονάχα, αλλά και σχολιαστής κι ερευνητής της ζωής και της εποχής του κι ερμηνευτής του έργου του κι ένας από τους εγκυρότερους, παγκόσμια, μελετητές του Μελβίλειου έργου. Ένας πνευματικός άνθρωπος, ένας συγγραφέας, ποιητής, τυπογράφος, ζωγράφος και θεμιστοπόλος, ο Α. Κ. Χριστοδούλου, για τον οποίο έχουν γίνει δυο σύντομες αναφορές στον «περίπατο»**.
Θα κάνω μια προσπάθεια, λοιπόν, ν’ απαντήσω στο παραπάνω ερώτημα. Να εξηγήσω για ποιους προσωπικούς λόγους ο Μέλβιλ και ειδικότερα ο Μόμπι-Ντικ, απέκτησαν αυτή την ιδιαίτερη θέση για τον εαυτό μου, όπως διάφορα άλλα βιβλία έχουν, πιθανώς, ιδιαίτερη θέση σε πολλούς από σας. Μιλώντας για τον εαυτό μου και πώς τον καταλαβαίνω, θα επαναλάβω τα λόγια του Κούντερα που αποτελούν το μότο του «περίπατου»:
«Τι είναι, όμως, ο εαυτός; Είναι η επιτομή όλων όσα θυμόμαστε. Γι’ αυτό και το τρομακτικό στον θάνατο δεν είναι η απώλεια του μέλλοντος, αλλά η απώλεια του παρελθόντος. Η λήθη είναι μια μορφή θανάτου, παρούσα στη ζωή.»
Και θα συμπληρώσω μ’ ένα στίχο/συμπέρασμα του Α.Κ. Χριστοδούλου:
«Γιατί η οργάνωση του Παρελθόντος
όντας το Παρόν υποκαθιστά το Μέλλον.»
Πρέπει να πω, ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση, δεν είναι εύκολη προσπάθεια, πολύ περισσότερο επειδή αυτή η ογκωδέστατη Φάλαινα δεν έχει σταματήσει να σαλεύει μέσα μου ούτε λεπτό, ν’ αλλάζει θέση και να σκάβει όλο και πιο βαθιά. Να με τραβάει μαζί της στην άβυσσο της ψυχής μου. Εκ βαθέων, επομένως, και συγχωρήστε με αν ακούγομαι με κάποια αντήχηση …
Ο “ΜΟΜΠΙ-ΝΤΙΚ ή Η ΦΑΛΑΙΝΑ” (Moby-Dick or, The Whale) κυκλοφόρησε το 1851, πρώτα στην Αγγλία και μετά στην Αμερική, σε μια μεταβατική περίοδο των ΗΠΑ, που από μια ομοσπονδία αποικιών μεταβαλλόταν σε κράτος με επεκτατικές βλέψεις. Ακολούθησε τις θαλασσινές περιπέτειες που είχε γράψει ο Μέλβιλ , «Ταϊπίι» και «Ομού», οι οποίες γνώρισαν σημαντική επιτυχία, καθώς και το «Μάρντι», ένα μεγάλο έργο κι αυτό, που δεν ενθουσίασε ούτε τους κριτικούς ούτε το κοινό. Διότι η πνευματική μεταστροφή του Μέλβιλ, αυτό που άλλαξε μέσα του, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές του, συντελέστηκε κατά τη διάρκεια συγγραφής του Μάρντι. Δεν ήταν μια απλή θαλασσινή περιπέτεια, όπως τα προηγούμενα έργα του, αλλά η πρώτη απεικόνιση της πνευματικής έκλαμψης του νεαρού Χέρμαν Μέλβιλ, η πρώτη ένδειξη ότι είχε ήδη και οριστικά συλλάβει την «Αλήθεια» του, ή μάλλον αυτός είχε συλληφθεί απ’ αυτήν την αλήθεια. «Είχε πιαστεί στα βρόχια της αδυσώπητης μοίρας του … είχε σχηματίσει δηλαδή μιαν άλλη, εντελώς ιδιότυπη άποψη για τη ζωή και τον άνθρωπο, που ήταν γραφτό να αλλάξει τα σχέδιά του …»***.
Κι εδώ εντοπίζεται μια πρώτη δυσκολία για την κατανόηση του Μόμπι-Ντικ. Ο Μέλβιλ δεν θα είχε γράψει τον Μόμπι-Ντικ, αν δεν είχε προηγηθεί το Μάρντι. Στο Μάρντι ο Μέλβιλ πειραματίστηκε αναμιγνύοντας γλωσσικές εκφράσεις και φιλοσοφικούς στοχασμούς, που επαναλήφθηκαν με την ίδια επιτυχία και ίσως σε μεγαλύτερη κλίμακα στο Μόμπι-Ντικ. Θα έλεγα ότι το Μάρντι αποτελεί σχεδόν προϋπόθεση του Μόμπι-Ντικ. Μόνο που το Μάρντι δεν έχει μεταφραστεί, ακόμη, στην ελληνική γλώσσα και η προσπάθεια κατανόησης του Μόμπι-Ντικ αρχίζει μ’ ένα μειονέκτημα. Ένα κενό, που έρχεται, όμως, να αναπληρώσει ο ακάματος Α. Κ. Χριστοδούλου με μια παρουσίαση του Μάρντι και μια ανάλυση του έργου, άνω των 400 σελίδων, στον πρώτο τόμο της editio major του Μόμπι-Ντικ, από τις εκδόσεις Gutenberg (που έμελλε, δυστυχώς, να είναι και ο τελευταίος, καθώς ο προγραμματισμός του εκδότη μας έχει στερήσει τους επόμενους τέσσερις, ναι 4, ογκώδεις τόμους, που θα ολοκλήρωναν αυτό το έργο).
.
.
Σαν τον συγγραφέα Λομπάρδο στο Μάρντι, που δηλώνει ότι είναι ένα απλός αντιγραφέας, ένας γραφιάς που έγραφε καθ’ υπαγόρευση (a mere amanuensis writing by dictation) ή σαν τον Πιερ Μενάρ του Μπόρχες, που συγγράφει, 3 αιώνες μετά τον Θερβάντες, τον Δον Κιχώτη, έτσι κι ο μεταφραστής ξανα(συγ)γράφει τον Μόμπι-Ντικ. Έτσι κι εγώ, ο «μοιραίος» αναγνώστης, αντιγράφω τη Φάλαινα, όχι στο χαρτί με μελάνη, όχι στην οθόνη με σημαδάκια πίξελ, αλλ’ αντιγράφω τη Φάλαινα στα κατάβαθα της ψυχής μου, σκαλίζω στα βράχια της τα πολλά μου ονόματα, χωρίς τελειωμό. Κορφολογώ την ανάσα της, την ανάσα της Φάλαινας ψυχής μου –cropper είναι τ’ όνομά μου– θερίζω στο κενό τον Ωκεανό, μαζεύω απ’ τα βάθη του τα κύματα –μον’ δε με λένε cropper- ποιος είμαι εγώ που αντιγράφω; Ποιος είμαι εγώ που δεν μπορώ παρά συνέχεια ν’ αντιγράφω; Καθ’ υπαγόρευση τίνος, αν όχι ενός μυαλού που υπνοβατεί.
——————————————————————-
* Το 32ο κεφάλαιο του Μόμπι-Ντικ, με τίτλο «ΚΗΤΟΛΟΓΙΑ», τελειώνει με τις φράσεις:
«Ο Θεός να με φυλάει να μην ολοκληρώσω ποτέ τίποτα. Ολόκληρο αυτό το βιβλίο δεν είναι παρά ένα προσχέδιο – τι λέω, το προσχέδιο ενός προσχέδιου. Ω Χρόνε, Δύναμη, Χρήμα και Υπομονή!»
Σημειώστε το, όσοι είστε διατεθειμένοι να κατεβείτε μαζί μου στ’ απύθμενα βάθη, γιατί αποτελεί ένα από τα κλειδιά των κρυμμένων αμπαριών που θα συναντήσουμε.
———————————————-
** Orbis Literae και Ο Αιχμάλωτος Βασιλιάς
———————————————-
*** Α. Κ. Χριστοδούλου: Μόμπι-Ντικ ή Η Φάλαινα, Gutenberg, editio major, σελ. 26
———————————————-
Ασκήσεις ετυμολογίας
Ο Α. Κ. Χριστοδούλου ξεκίνησε να διαβάζει τον «Μόμπι Ντικ» το 1980 στη μετάφραση της Αγλαΐας Μητροπούλου (εκδόσεις Πεχλιβανίδη). Ηταν μια παιδική έκδοση από την οποία είχαν αφαιρεθεί τα αποσπάσματα στοχασμού, προσπαθώντας να κρατηθεί αμείωτο το ενδιαφέρον της περιπέτειας. Διαβάζοντας προσεκτικά το ελληνικό κείμενο ο Θανάσης Χριστοδούλου ένιωσε ότι υπήρχε μια σχετική ανακολουθία στην απόδοση των όρων. Ο ίδιος δεν γνώριζε τότε καλά αγγλικά. Εχοντας μια σύντομη θητεία σε φροντιστήριο της Αθήνας κατά τα φοιτητικά του χρόνια, προσπάθησε στη συνέχεια να αποκτήσει μόνος του τις βασικές γνώσεις γραφής και ανάγνωσης. Για την ομιλία ούτε λόγος… Με τη βοήθεια του λεξικού έκανε αντιπαραβολή του αμερικανικού κειμένου με το ελληνικό. Από την πρώτη παράγραφο διαπίστωσε ότι «πίσω από κάθε φράση του Μέλβιλ υπάρχουν τρεις αναγνώσεις» και δεν έμεινε ικανοποιημένος από τις επιλογές της μεταφράστριας. Αποφάσισε να αφιερώσει τον ελεύθερο χρόνο του στην ανάγνωση του βιβλίου που είχε κυκλοφορήσει το 1851.
Για τις ανάγκες της πρώτης ανάγνωσης ο Θανάσης Χριστοδούλου αγόρασε το δωδεκάτομο λεξικό της Οξφόρδης. Μελετούσε κάθε λέξη. Οχι μόνον εκείνες που αγνοούσε αλλά ακόμη και εκείνες που γνώριζε: «Προσήγγιζα κάθε λέξη ιστορικά αλλά και μέσα στο περιβάλλον της. Κάθε λέξη φορτίζεται διαφορετικά, ανάλογα με το πότε χρησιμοποιήθηκε, από ποιον και για ποιο λόγο. Ετσι διαπίστωσα ότι ορισμένες λέξεις που θεωρούμε δεδομένες, διαφοροποιούνται στο κείμενο του Χέρμαν Μέλβιλ. Αρχικά εργάστηκα χωρίς να ανατρέξω σε θεωρητικά κείμενα σχετικά με τον συγγραφέα. Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν να αντιληφθώ μόνος μου την κοσμοθεωρία του. Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος από την τριβή με το κείμενο». Οταν έφθασε στο δέκατο κεφάλαιο αποφάσισε να μεταφράσει το βιβλίο. Επέστρεψε στις πρώτες σελίδες και άρχισε την επίπονη απόδοση στη νεοελληνική. Παράλληλα εργαζόταν στο δικηγορικό γραφείο του. Αυτό που τον μαγνήτιζε στον Χέρμαν Μέλβιν ήταν περισσότερο ο φιλοσοφικός στοχασμός παρά η λογοτεχνική ποιότητα των έργων του. «Ο Μέλβιλ θέτει βασανιστικά ερωτήματα. Ετσι δεν με ενδιέφερε ο λογοτεχνία αυτή καθαυτή αλλά οι τοποθετήσεις του σχετικά με τον άνθρωπο, που παρουσιάζεται ως το τραγικό και αδικημένο ον στο Σύμπαν».
Η εργασία γύρω από τον Χέρμαν Μέλβιλ έχει πολλές παραμέτρους για τον Θανάση Χριστοδούλου. Αρχικά έμαθε αγγλικά. Στη συνέχεια αναζήτησε βιβλία σχετικά με το έργο του, ήλθε σε επαφή με ξένους εκδότες και πανεπιστημιακούς και μελετητές. Για τις εκδοτικές δραστηριότητές του εξοικειώθηκε με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Κατέληξε μάλιστα να σχεδιάσει μόνος του 25 πολυτονικές γραμματοσειρές κάτι που συνήθως το αναλαμβάνουν γραφίστες προκειμένου η πεντάτομη έκδοση να τυπωθεί όπως εκείνος την είχε φανταστεί. «Είμαι πολύ φιλόδοξος» ομολογεί. «Δεν έχω καμιά ταπεινοφροσύνη όταν γράφω. Επιδιώκω το τέλειο. Εργάζομαι ώσπου να φτάσω στα όρια της τελικής κατάπτωσης. Οι 800 σελίδες του πρώτου τόμου είναι συνέπεια μεγαλομανίας…».
Ο Χέρμαν Μέλβιλ δεν δέχθηκε καμία άποψη της φιλοσοφικής και λογοτεχνικής παράδοσης. «Ο Μέλβιλ είναι ένας ιεροφάντης» υποστηρίζει ο κ. Χριστοδούλου. «Ηταν ένας λογοτέχνης που ξεκινούσε από το τίποτα, από μιαν απλούστατη ιδέα και την έκανε βιβλίο. Με μαγνήτισε όμως κυρίως επειδή η αφηγητική του ικανότητα δεν είναι επίπεδη. Πίσω από τις περιπετειώδεις περιγραφές υπάρχει μια κοσμοθεωρία. Νομίζω ότι είναι, μαζί με τον Χόθορν, ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές στην ιστορία της φιλοσοφίας. Δεν μπορώ να εκφράσω μέσα σε λίγες γραμμές την τοποθέτησή του απέναντι στο ζήτημα “ποιος είμαι εγώ”. Νομίζω ότι βρίσκει κανείς την απάντηση στις 100 πρώτες σελίδες του “Μόμπι Ντικ”». Στο τέλος του βιβλίου, μετά από την αγωνιώδη φαλαινοθηρική περιπέτεια, σώζεται μόνο ένας, ο Ισμαέλ. Σώζεται για να αφηγηθεί την ιστορία των ανθρώπων που προσπάθησαν να εναντιωθούν στο μεγαλείο της φύσης. Σύμφωνα με τον Α. Κ. Χριστοδούλου, «το βιβλίο είναι μια άσκηση ετυμολογίας» Κάθε έννοια συνδέεται με κάποιες άλλες, δίνοντας έτσι τον ορισμό «της μεγαλύτερης αναπηρίας του ανθρώπου: της αδυναμίας του να ζήσει χωρίς συμβάσεις, σαν τις γλωσσικές συμβάσεις. Για τον Μέλβιλ η δύναμη της γλώσσας είναι καταστρεπτική. Ολος ο πολιτισμός είναι ένα πλαστό οικοδόμημα που βασίζεται στη γλώσσα. Μεγαλώνουμε με άγνωστα πράγματα που φέρουν ετικέτες. Για παράδειγμα, βλέπουμε ένα βουνό και μαθαίνουμε ότι υπάρχει μία λέξη για το αντικείμενο. Αν αφαιρέσουμε τη λέξη, χάνεται ο ορισμός. Αν αφαιρέσουμε τα ονόματα, χάνεται η ταυτότητα του Σύμπαντος».
Ο Α. Κ. Χριστοδούλου συνάντησε για πρώτη φορά τον Μέλβιλ σε κινηματογραφική αίθουσα του Βόλου, όπου προβαλλόταν η ταινία «Μόμπι Ντικ» του Τζον Χιούστον. Σήμερα, σε ηλικία 54 ετών, ο δικηγόρος από τη Μαγνησία συγκαταλέγεται στους εγκυρότερους μελετητές του έργου του συγγραφέα που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1819. Το γεγονός ότι το ετήσιο συνέδριο της Εταιρείας Μέλβιλ θα πραγματοποιηθεί στον Βόλο οφείλεται αποκλειστικά στην προτροπή του και στην προσωπική σχέση με τον Γραμματέα της Εταιρείας Σάνφορντ Μάροβιτς. Αλλωστε το λιμάνι του Βόλου θεωρείται ιδανικό για την προσάραξη φαλαινοθηρικών.
ΛΩΡΑ ΚΕΖΑ (Το ΒΗΜΑ, 29/06/1997 )
1 Απάντηση to “ΛΩΡΑ ΚΕΖΑ: Ασκήσεις ετυμολογίας”
- 1 Σάββατο, 29 Δεκέμβριος 2007 σε 4:58 μ.μ
επειδή έχω γεράσει μέσα σε πολύ λίγες μέρες κι αυτό δεν είναι καθόλου κακό, θα καταθέσω εδώ, εκτός τόπου και χρόνου, πως αυτό που αφηγείται η λώρα κέζα για το χριστοδούλου και τη μύηση μέσα από την οποία πέρασε, είναι μια μέθοδος απ’αυτές που δε διδάσκεσαι ποτέ παρά μόνο από την απλότητα, η οποία μπορεί να σε πάει πολύ μα πολύ μακριά.
γιατί να έχει βρει τουλάχιστον τρεις ερμηνείες ο χριστοδούλου;
απλό: γιατί δεν ήταν -ευτυχώς- στρατευμένος με καμία, ή ήταν παθιασμένος το ίδιο με όλες.
απλό: γιατί ήταν ταπεινωμένος και χαρούμενος μπροστά σ’ένα κείμενο που ερωτεύτηκε σιγά-σιγά.
ερωτεύομαι σιγά-σιγά θα πει αγαπώ κάθε μέρα περσότερο.
το ‘εγώ δε μεταφράζω γιατί δεν ξέρω καλά’ είναι όντως μια γνωστή μέθοδος ταπείνωσης μπροστά σ’ένα κείμενο που από την αρχή σημαίνει μια έκρηξη για μας. έτσι ασχολήθηκα κι εγώ με τον άδωνη, και για 16 χρόνια και, μετέφραζα τα λιγοστά ποιήματα μιας και μοναδικής συλλογής.
κι επειδή είμαι και δασκάλα, αυτή τη μέθοδο χρησιμοποίησα και στη δουλειά μου, και αυτό έδωσε κάποια στιγμή τους πιο καλούς καρπούς: ίδε μαρία μαυρουδή.
μιλώντας της για την εμπειρία μου που ήταν σαν του χριστοδούλου, έπεισα τη μαρία, στην αρχή της σταδιοδρομίας της, να εφαρμόσει ακριβώς αυτή τη μέθοδο. το αποτέλεσμα: τέλεια γνώση της αραβικής, η μαρία τώρα είναι ένα αστέρι της αραβολογίας σε παγκόσμιο επίπεδο…
από πού ξεκινάνε όλα αυτά;
από το κουτί της πανδώρας που λέγεται γλώσσα!
γλώσσα…
γάλα
λόγος
λόγος γλυκύς παραμυθίας και λαμπερός. όποιον τον κέρδισε η γλώσσα, η γητειά είναι μεγάλη και λέω μπούρδες βέβαια. -
.
.
(συνεχίζεται)
Preludio/προανάκρουσμα
Επέτρεψέ μου να αντηχήσω : αντηχείς καλά!
Καμία υπό- θέση δεν είναι εύκολη για κανέναν με πρόσω κίνηση -προς το πάθος (που προσπαθεί)…
Αυτή η φάλαινα, ολοένα μικραίνει όταν βρεθεί σε άβυσσο, κρατάει μόνο το βάρος της, θέλει να μας βαραίνει…
Αέναα σαλεύει, γιατί έτσι υπάρχει.
Σκάβει βαθιά, νομίζει από τα βάθη ότι θα γλιτώσει.
Επίμονα αλλάζει θέση, γιατί μόνο έτσι μπορεί να στρέφει το βλέμα της, σε κάθε μας λεπτό, αλλά έτσι ακριβώς, μετράει και πόσο θα ζήσει…
Ας μας τραβά σε άβυσσο, μικραίνει, μικραίνει… και από μονάχη της κάποιες φορές, σε άβυσσο πεθαίνει!
Αντέγραψέ την, στα κατάβαθα, μέσα στα βάθη… γίνεται αδύναμη,
δυναμωμένοι εκεί είναι μόνο οι δικοί μας κόποι -COPY!
Σε αντέγραψα…
Ένα COPY;
(από το υποκειμενικά πιο ωραίο, ελεύθερη η απόδοση αντιγραφής)
Γιατί με τόσα ονόματα που με ονομάσανε, ξέχασα πως με λένε…
Παρακαλώ,
άστη να ανασαίνει και τί έγινε, αλλιώτικα ανασαίνει.
Αργ’ ανασαίνει - γρήγορα εμείς… δε μας στερεί ανάσα.
[ΧΙΧ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ
… «-Τι ξέρεις γι' αυτόν;
-Τι σου είπαν γι' αυτόν, λέγε!
-Δεν μου είπαν και πολλά πράγματα για «δαύτον»
Άκουσα μόνο πως είναι καλός φαλαινοθήρας και καλός καπετάνιος για το πλήρωμά του.»]
Κρατάω το κλειδί που δίνεις, για τη συνέχεια…
SURREALIST,
Από τα τόσα ονόματα, ποιό να φωνάξω;
Stevi;
Βεατρίκη;
Έλα. Έλα θα σε φωνάξω.
Αφήνω στην τέχνη να φωνάξει για τ’ ανείπωτα.
Εγώ το μη-λεχθέν προσπαθώ με κραυγές να εκφράσω. Καμιά φορά και με ψίθυρους.
Να εκφράσεις όμως το μη-λεχθέν, είναι να βρεις τη λέξη, για την ίδια τη λέξη, τη γλώσσα που ακούει αυτό που θέλουμε να σιγήσει, αυτός ο εσώτερος μονόλογος που βιώνει καθημερινά ο καθένας μας και για χάρη του κάνουμε συχνά συμβιβασμούς με την ύπαρξη, εκείνους που μας επιτρέπουν να ζούμε. [Claude Olievenstein, Το μη-λεχθέν των συναισθημάτων, εκδ. Κέδρος 2004, μτφ. Μ. Παραδέλη]
Με κραυγές και ψιθύρους, λοιπόν, εργαλεία σ’ ένα blog, που μπορεί να μην υπάρχει. Όχι ανείπωτα, αλλά ανύπαρκτα. Όπως όλα …
Αχ βρε Κωστη!
Αδιαβαστο με πιανεις και παλι!Που να εχω εγω εδω φιλε μου,την βιβλιοθηκη που ειχα στην Ελλαδα;!!
Τελως παντων!Σε θαυμαζω για τα υπεροχα ποστς και αναλυσεις σου!Για τους τοσο ομορφους συνειρμους που μας παραπεμπουν αυτα!
Πανε πολλα χρονια πισω που διαβασα το Moby-Dick!Δεν θυμαμαι ποιανου η μεταφραση ηταν!
Μπορω ομως να σου πω την..γευση που μου αφησε τοτε και που την κραταω μεχρι σημερα…
…………………………………..
Γινεσαι τελικα θυμα,οταν “κυνηγας” τοσο εντονα μια εμμονη ιδεα!
Ο στοχος σου,δεν ειναι πλεον καθαρος μπρος στα ματια σου!Βυθιζεται στα απυθμενα βαθη και το λιγοστο φως που εχεις σαν στιγμα αναγνωρησης του,διαθλαται και τον παραμορφωνει!
…………………………………..
Αυτα περιπου μου εμειναν απο τοτε!
Την καλησπερα μου εχεις!!
Κρυμμένα μυστικά, αμπάρια…
δωρίζεις τα κλειδιά και τα πετούν στα πέλαα, τώρα πρέπει να σκοτώσω τη φάλαινα, που τα κατάπιε…
Θαυμάσιο αρθρο !Μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος για τον Μόμπυ Ντικ.Κρίμα που ο Χριστοδούλου εγκατέλειψε, απ’ότι φαίνεται, τα μεγαλεπίβολα σχέδιά του για τον Μέλβιλ.Αυτά όμως έχει η τελειομανία.Προς το παρόν ας αρκεστούμε στα δύο μικρά βιβλιαράκια του από την Ινδικτο και ας ελπίσουμε ότι θα βρεθεί κάποιος άξιος συνεχιστής του για το Mardi…
ΝΑΥΤΙΛΕ,
Χαίρομαι πάρα πολύ την επίσκεψή σου.
Και για το μοίρασμα του πάθους, που φαίνεται να σε οδήγησε εδώ, αφού δεν είχαμε “γνωριστεί” πριν, ούτε στον ‘περίπατο’ ούτε στο δικό σου μπλογκ.
Από μια σύντομη βόλτα, είδα ότι το πάθος σου είναι γενικότερο με τη λογοτεχνία. Κι αυτό που εκτίμησα είναι η λιτότητα των αναφορών / παρουσιάσεών σου. Αφήνεις να μιλούν τα κείμενα των δημιουργών και οι εικόνες, ενώ εγώ πάσχω από λογοδιάρροια.
Ο Χριστοδούλου δεν εγκατέλειψε και δεν πρόκειται να εγκαταλείψει ποτέ -όσο ζει- την προσπάθεια με τον Μέλβιλ. Ο εκδοτικός οίκος ματαίωσε, ως μη εμπορική (sic), την έκδοση των υπολοίπων τόμων.
Χαίρομαι που μαθαίνω ότι ο Χριστοδούλου συνεχίζει …σίγουρα θα βρεθεί κάποιος εκδότης.Ίσως η “Ίνδικτος”, που επίσης έχει πάθος με τα “μεγάλα” έργα , όπως φαίνεται από το Paradiso του Λίμα , το Middlemarch της Ελιοτ ,το υπέροχο “τρίτο βιβλίο για τον Αχιμ” του Γιόνζον και το “ένα μπαλκόνι στο δάσος ” του Γκρακ.
Δυσκολευόμαστε να δούμε τον Αχααβ να δυναστεύεται απο το πάθος για εξουσία;
ΟΔΥΣΣΕΙΑ,
μάλλον μιλάμε για διαφορετικά βιβλία.