ΑΛΗΘΕΙΑ;
Το ποστ της 14ης Απριλίου ξεκινούσε με τη φράση «Η αλήθεια υπάρχει. Το ψέμα πρέπει να εφευρεθεί». Όσο κι αν έχω αντιρρήσεις για το «φιλοσοφικό» νόημα της παραπάνω φράσης, μπορώ να καταλάβω την τρέχουσα σημασία της και εν μέρει να συμφωνήσω, μάλιστα. Ναι, η αλήθεια υπάρχει. Όχι, όμως, σαν κάτι παγιωμένο και σταθερό, από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα, αλλά σαν κάτι ρευστό και μεταβαλλόμενο. Η αλήθεια μιας στιγμής δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην αλήθεια και την επόμενη στιγμή. Κάποτε, έστω και για λίγο, ήταν αλήθεια. Υπήρχε ως αλήθεια, αλλά σήμερα δεν είναι.
ΠΟΤΕ
μην ελπίζεις πως θα την εύρεις
όσο υπάρχεις φεύγει
κι όταν πεθαίνεις σβήνει
μόνο το δέντρο της γνώσης γεύτηκες
απ’ της ζωής δεν πρόλαβες καρπό
εξόριστε, θνητέ και αποτυχημένε
ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΥ
θα μεταφέρω ένα παράδειγμα, που είχα διαβάσει στο «Περί χρόνου» του Norbert Elias (εκδ. του 21ου, μετ. Θ. Λουπασάκη): οι πρώτοι άνθρωποι με τις ελάχιστες εμπειρίες και το μικρό φορτίο παρατηρήσεων, δεν είχαν την εντύπωση ότι αυτό που βλέπουν να φωτίζει τις νύχτες τους στον ουρανό και μάλιστα την μια ολοστρόγγυλο, σα χαρούμενο πρόσωπο, την άλλη μισό και την παράλλη σαν δρεπάνι ήταν το ίδιο πράγμα, το ίδιο σώμα, η σελήνη.
Και γιατί να την έχουν;
Αυτά που σήμερα εμείς, με τις παρακαταθήκες της γνώσης που σωρεύτηκε στους αιώνες, θεωρούμε δεδομένα και αυτονόητα, δεν ήταν αυτονόητα για τον πρώτο άνθρωπο. Η αλήθεια που έβλεπε μπροστά στα απορημένα του μάτια ο αρχαϊκός άνθρωπος ήταν ότι τις νύχτες διέσχιζαν τον ουρανό διαφορετικά –διαφορετικού μεγέθους και σχήματος- φωτεινά σώματα. Μπορεί και να είχε δώσει διαφορετικό όνομα στο καθένα, αυτό που σήμερα ονομάζουμε φάσεις της μίας και μοναδικής σελήνης. Αυτή ήταν η αλήθεια τότε.
Ο άνθρωπος συνέχισε να απορεί και να συλλέγει εμπειρίες. Συνέχισε να λεηλατεί τη γη και να συλλέγει καρπούς την ημέρα. Να φυλάγεται τις νύχτες και να κοιμάται και να πλαγιάζει, άντρες με γυναίκες και η γυναίκα να κάνει παιδιά. Συνέχισε να μαθαίνει και να γνωρίζει.
Κάποια στιγμή, συνειδητοποίησε ότι το δρεπανάκι που την άλλη μέρα θα έδινε τη θέση του στο λίγο μεγαλύτερο και μετά από λίγο στο μισό απ’ αυτό το ολοστρόγγυλο που θα ερχόταν στο τέλος, κάποια στιγμή συνειδητοποίησε, ότι αυτά τα ξεχωριστά φωτεινά σώματα τ’ ουρανού έρχονται κι επανέρχονται με μεγάλη ακρίβεια. Τότε, μπορεί να έδωσε ένα κοινό όνομα στο δρεπανάκι και στο μισοφέγγαρο και στην πανσέληνο, ας πούμε, τα ονόμασε όλα «φεγγάρια». Και πέρασαν πάρα πολλά χρόνια ακόμη, μέχρις όλα αυτά τα φεγγάρια γίνουν το Φεγγάρι, η Σελήνη η μία.
ΥΕ-ΚΥΕ
Κι ο άνθρωπος συνέχισε ν’ απορεί και να συλλέγει εμπειρίες και καρπούς και να φοβάται το σκοτάδι και να μετράει το χρόνο, επειδή το φεγγάρι επαναλαμβάνει τα κόλπα του με σίγουρο τρόπο, με αναλλοίωτο ρυθμό, κι άρχισε ο άνθρωπος να χορεύει κι όπως τα πόδια του χτυπούσαν τη γη άκουγε τον ρυθμό κι άρχισε ο άνθρωπος να χτυπάει παλαμάκια και να διώχνει τον φόβο του και να τη βρίσκει με χορούς και ήχους, με ρυθμούς, με μουσικές. Και γέλαγε και πόναγε και βογκούσε ο άνθρωπος κι έβγαζε κάτι παράξενους ήχους από μέσα του κι άρχισε ο άνθρωπος να τους ελέγχει τους ήχους και να τους οργανώνει. Και μίλησε ο άνθρωπος. Και να ο ρυθμός και να ο χορός και να το τραγούδι. Και σήκωνε τα χέρια του ψηλά, ανοιχτά στον ουρανό και φώναζε «ύε» και έσκυβε στη γη που πατούσε πότε με το ένα, πότε με το άλλο και πότε με τα δυο του πόδια και την παρακαλούσε «κύε». Νταπ-ντουπ ύε, νταπ-ντουμ κύε. Όλοι μαζί. Κι άκουγε ο ουρανός κι έστελνε υετό κι έβρεχε ο ουρανός κι άνοιγε τρύπες στη γη ο άνθρωπος και τη γαμούσε και βόηθαγε τη γη να κάνει τα παιδιά της κι η γη κυοφορούσε, φύτρωνε κι ο άνθρωπος ζούσε.
Η ΣΧΙΣΜΗ
Αφού μιλάμε για τέτοιες φράσεις – αποφθέγματα, περισσότερο ενδιαφέρον έχει, υπό την έννοια μιας αλήθειας διαρκέστερης και βαθύτερης, το μότο του Robert Graves, που βρήκα στο καινούριο βιβλίο της Doris Lessing «Η σχισμή» (εκδ. Καστανιώτη, μετ. Τόνιας Κοβαλένκο): «Ο άνδρας πράττει, η γυναίκα είναι.»
Κατ’ αρχήν, προσέξτε την διαφορά στο «υπάρχειν» της αλήθειας και στο «είναι» της γυναίκας. Η αλήθεια υπάρχει από την στιγμή που τη συλλαμβάνει ο ανθρώπινος νους, από τη στιγμή που την ανακαλύπτει και μέχρι να την καταρρίψει. Είτε πρόκειται για νόμους της φύσης είτε για δοξασίες, η έννοια της αλήθειας θα έχει πάντα την ανάγκη της υποστήριξης του ανθρώπινου πνεύματος.
Αλλά η γυναίκα είναι. Η γυναίκα είναι αυτό που είναι, πέραν πάσης αμφισβητήσεως, χωρίς την ανάγκη ν’ αποδείξει τίποτε, πριν από κάθε σκέψη, πάνω από κάθε αλήθεια, νωρίτερα απ’ τον άνδρα. Βεβαίως, μιλάω για την γυναίκα. Όχι γι’ αυτές που αποδέχθηκαν να καταντήσουν εξαρτήματα του άνδρα ούτε για όσες θέλουν να πάρουν τη θέση του. Αλλ’ ακόμη κι αυτές, οι εξαρτημένες κι αλλοτριωμένες από τόσους αιώνες πατριαρχίας, γυναίκες είναι. Μέσα τους διασώζεται η δύναμη της δημιουργίας. Η γυναίκα είναι. Είναι ο δημιουργός του ανθρώπου. Με τα σωστά και τα λάθη του. Γεννάει κι άντρες διότι.
Ο άνδρας; Ο άνδρας πράττει. Όλη του τη ζωή πράττει και πασχίζει ν’ αποδείξει ο φουκαράς την αξία του. Στην γυναίκα, στον εαυτό του και στην κοινωνία. Την κακούργα, που αυτός την έφτιαξε σαν τα μούτρα του.
Ναι, ο άντρας ερωτεύεται. Ερωτεύεται τη γυναίκα που τον αγαπά.
Αλλά η γυναίκα, η Γυναίκα ερωτεύεται τον άντρα που η ίδια αγαπά.
ΣΤΑΣΙΜΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
συζύγους δ' ομαυλίας
θηλυκρατής απέρωτος έρως παρανικά
(συντροφεμένα ζευγάρια
της γυναίκας δυνάστης ο ακράτητος έρως
καταλύει)
[Αισχύλου Χοηφόροι, β΄ στάσιμο, 599-600, απόδοση: cropper]
ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ
Το έτος 1988 κυκλοφόρησε από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ), εκ του ασφαλούς, γνωρίζοντας οι ιθύνοντες ότι είναι αργά για οποιαδήποτε ανατροπή, «Η Πατριαρχία» του Ernest Borneman, σε μετάφραση Δημοσθένη Κούρτοβικ. Καρπός μόχθου σαράντα ετών, το βιβλίο αυτό (935 σελίδων, εκ των οποίων 150 σελίδες η συντομευμένη βιβλιογραφία), που γράφηκε με την υπερβολική φιλοδοξία του συγγραφέα να παίξει για το γυναικείο κίνημα, τον ίδιο ρόλο που έπαιξε το «Κεφάλαιο» του Μαρξ για το εργατικό κίνημα. Δέχθηκε την χλεύη της κριτικής των ακαδημιών και των κάθε είδους συντηρητικών κατεστημένων. Δέχθηκε τα ευμενή σχόλια εκείνης μόνο της αναρχικής αριστεράς που ελπίζει και θέλει την ανατροπή. Κατακρίθηκε από τις φεμινίστριες. Υμνήθηκε από λίγες γυναίκες. Απ’ όσες τους άντρες δεν φοβόντουσαν. Από τις Λου Σαλομέ όλων των εποχών. Κανένας, όμως, καμία δεν φαίνεται να το κατάλαβε. Είναι το παράπονο του Νίτσε: «Οι άνθρωποι ή θα μας επαινούν ή θα μας υβρίζουν. Κανείς τους δεν μας κατανοεί.»
Κομμός
Ηλίθιε, τις μητέρες αγνόησες, την δύναμη της αξίνας υπερεκτίμησες, την ισορροπία διατάραξες, την γη δεν σεβάστηκες, στο μυαλό σου πίστεψες, άχρηστε, συνεχίζεις και κατ’ εικόνα καταστρέφεις. Μάθε τουλάχιστον ότι ο Χάρος σ’ έχει διαλέξει. Ανόητε κι αποτυχημένε, ψεύτη, λάθος της φύσης, πολύτροπε άνδρα πράττοντα, δραττόμενε της ευκαιρίας κι όχι κανενός είναι, φύγε, διάλεξέ τον εσύ, σε μια φιγούρα που το υπολειπόμενο του ανθρώπου πάθος θα σε σώσει. Να σε θυμάται η πέτρα, το νερό και το χορτάρι ότι κατάλαβες, ότι αιστάνθηκες, άμποτε, τον προορισμό σου.
Αλήθεια λέω.