Ε, αυτό δεν περίμενα να μου συμβεί. Όρκο θά ’παιρνα πως εμένα στην τηλεόραση, γενικότερα και ειδικά ως μπλόγκερ, δεν πρόκειται να με βλέπατε. Κι όμως έγινε κι αυτό. Ποιος ακούει τον Γούφα τώρα …
Ας τα πάρω απ’ την αρχή.
Να ξεκαθαρίσω όμως πρώτα, ότι για όλα φταίει αυτός ο Numb. Αυτός με παρέσυρε. Μου τηλεφώνησε απ’ την περασμένη Τετάρτη να βρεθούμε το Σάββατο για κανένα τσίπουρο κι ότι μου έχει μια έκπληξη. Χάρηκα που θα τον έβλεπα μετά από καιρό και χάρηκα σα μικρό παιδί για την έκπληξη. Με ’τρωγε η περιέργεια, αλλά κρατήθηκα και δεν ρώτησα περί τίνος πρόκειται. Μετά από λίγο μου ξανατηλεφωνεί. «Δεν πιστεύω να κουρεύτηκες;», λέει. «Ορίστε;» απαντάω. «Αν δεν κουρεύτηκες, μη κουρευτείς μέχρι το Σάββατο». Είπα να του πω «άει κουρέψου ρε Numb», αλλά του απάντησα ότι δεν έχω κουρευτεί κι ούτε σκοπεύω να κουρευτώ μέχρι το Σάββατο. «Αφήνω κοτσίδα πάλι», του είπα και κλείσαμε.
Πέμπτη, αργά το βράδυ, πάω να διαβάσω τα μέηλ και βλέπω ένα από μιαν άγνωστη διεύθυνση, που έλεγε ότι ήθελε να επικοινωνήσει μαζί μου κι ότι ήταν επείγον. Είχε γραμμένο κι ένα κινητό. Χωρίς να καλοσκεφτώ κάλεσα το νούμερο. Δεν απάντησε και βλέποντας την ώρα, περασμένα μεσάνυχτα, σημείωσα τον αριθμό σ’ ένα χαρτί. Παρασκευή πρωί, με το που πάω στο γραφείο, μου λένε ότι με κάλεσε μια κυρία Λίζα και να την πάρω σ’ αυτό το νούμερο. Την ώρα που σχημάτιζα τον αριθμό, έβγαλα το χαρτάκι από την τσέπη μου και είδα ότι ήταν το ίδιο κινητό. «Ναι», απαντάει μια γυναικεία κάπως βραχνή φωνή.
«Με καλέσατε», είπα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να πω το όνομά μου ή το ‘cropper’, αλλά η γυναικεία φωνή μ’ έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
«Α, γεια σου cropper. Είμαι η Ελίζα Στάμου, από το κανάλι A… TV». Δεν την ήξερα. Το κανάλι ήταν ένας μικρός τοπικός τηλεοπτικός σταθμός, που δεν είχα παρακολουθήσει ποτέ. Άλλωστε κανέναν απολύτως σταθμό δεν έχω παρακολουθήσει εδώ και χρόνια.
«Είστε προσκεκλημένος του σταθμού μας», συνέχισε η κυρία Ελίζα και όχι Λίζα, όπως είχε ακούσει η γραμματέας. «Ετοιμάσαμε μια εκπομπή για τα μπλογκ κι έχουμε καλέσει μπλόγκερς απ’ τον Βόλο, να μιλήσουν γι’ αυτό που κάνουν.»
«Τι κάνουν δηλαδή;» ρώτησα.
«Μα, από σας, περιμένουμε να μας πείτε», μου απάντησε.
‘Σωστά’, σκέφτηκα, τι ήθελα να ρωτήσω;
«Κοιτάξτε, ευχαριστώ για την πρόσκληση, αλλά δεν νομίζω ότι έχω να πω τίποτα. Δεν μπορώ να εκπροσωπήσω τους μπλόγκερς κι όσο για μένα τελώ εν πλήρη συγχύσει, γενικά και ειδικά για το μπλόγκιν», είπα και ταυτόχρονα σκεφτόμουνα ‘τι μαλακία είν’ αυτή πάλι, εκπομπή για τα μπλογκ από τοπικό κανάλι! Οι μπλογκεράδες παράγιναν της μόδας. Πάντως δεν έχω καμιά δουλειά να πάω. Άκου να βγω στην τηλεόραση για να μιλήσω για τα μπλογκ! Αλλά κι αυτό το ‘εν πλήρη συγχύσει’ τι το ήθελα. Μανία που έχω με την αλήθεια ώρες-ώρες…’
«Μα, όχι, δεν θα εκπροσωπεύσετε κανέναν, για σας τον ίδιο θα μιλήσετε», άκουσα την δημοσιογράφο Ελίζα με την βραχνή φωνή. Κι επειδή δεν απαντούσα, με το δίκιο της νόμισε ότι θέλω ψήσιμο. «Ελάτε κύριε cropper, μην κάνετε τον δύσκολο, σας περιμένουμε το Σάββατο στις έξι το απόγευμα στο σταθμό μας», συνέχισε. Ε, κι επειδή η βραχνή φωνή της δημοσιογράφου είχε πάρει μια χροιά γλύκας και ναζιού, δεν ξέρω πως ακριβώς έγινε, αλλά νομίζω ότι απάντησα ένα εξίσου βραχνό και ναζιάρικο «Καλά, θα έρθω».
Μόλις κλείσαμε το τηλέφωνο, άρχισα να σκέφτομαι τι έκανα. Μα καλά τόσο ανόητος είμαι, τόσο άβουλος, τόσο ανήμπορος μπροστά στις βραχνές ναζιάρικες φωνές. Και με είπε και κύριο cropper. Ή βλαμμένη είναι ή με δουλεύει η κυρία Ελίζα. Κι επειδή ο βλαμμένος της υπόθεσης είμαι εγώ, η βραχνή Ελίζα με κορόιδευε. Ε, ρε Numb, να δεις εγώ τι έκπληξη σου έχω!
Σάββατο μεσημέρι, σε τσιπουράδικο της παραλίας πήγα να βρω τον Numb. Ρίχνοντας το βλέμμα στα τραπέζια, μήπως κι έχει έρθει πριν από μένα, βλέπω να με χαιρετάει ένας άγνωστος τύπος με μια μαύρη σκούφια και μαύρα γυαλιά, σαν τον Κουφοντίνα μου φάνηκε. Τον χαιρέτησα και μόλις έβγαλε τα γυαλιά, αναγνώρισα αμέσως τον Numb.
«Ε, προς τι η μεταμφίεση;», ρωτάω.
«Κάτσε, έχει σχέση με την έκπληξη που σου έλεγα. Βγαίνουμε στην τηλεόραση.»
«Κάλεσαν κι εσένα;» κατάφερα να πω, μόλις διαπίστωσα ότι μπερδέψαμε τις εκπλήξεις, προς το παρόν μόνον αυτές.
«Τι θα πει κι εμένα;. Εμένα κάλεσαν κι εγώ τους έβαλα όρο ότι θα έρθω μόνο μαζί με τον cropper. Σε βρήκαν;»
«Τι με βρήκαν ρε μπαγάσα, που εσύ με βισμάτωσες!» άρχισα να διαμαρτύρομαι, αλλά μετά τα πρώτα τσίπουρα, τα δεύτερα γέλια και τα τρίτα χάχανα, ήμασταν κι οι δυο αρματωμένοι κι έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουμε τον εχθρό.
«Δεν μου λες, γιατί με ρώτησες αν κουρεύτηκα;», είπα την ώρα που μπαίναμε στο ταξί να μας πάει στο σταθμό.
«Γιατί εγώ με τα μαύρα κι εσύ με τα άσπρα φουντωμένα, θα κάνουμε ωραία αντίθεση», απάντησε, δείχνοντας τα γένια μου και τα μαλλιά.
Φτάσαμε στην ώρα μας και η κυρία Ελίζα, ανέλαβε να μας εξηγήσει και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες.
«Βλέπω, δεν έχετε τρακ, έτσι; Φροντίσατε μάλλον ν’ ανεβάσετε το ηθικό πριν μας έρθετε.» Βρωμοκοπούσαμε τσίπουρο και την ώρα που παίρναμε τις θέσεις μας στο πάνελ, σκεφτόμουνα πως ωραία αρχίσαμε.
Καθήσαμε, O Numb κι εγώ δίπλα-δίπλα κι όλο τεντωνόμουνα για να μη φαίνεται η διαφορά ύψους, αλλά κι αυτός δεν μαζευόταν λιγάκι. Στις άλλες θέσεις κάθισαν δυο δημοσιογράφοι και μπροστά μας όρθια η Ελίζα. Έτσι όπως την έλουζαν τα φώτα, έλαμπε ολόκληρη.
Μη με ρωτήσετε τι έγινε στην διάρκεια της εκπομπής. Την περισσότερη ώρα καθόμουνα και χαλβάδιαζα τη δημοσιογράφο με τη βραχνή φωνή ή διασκέδαζα με τον Numb, που παρόλα τα τσίπουρα, πρέπει να είχε αρκετό τρακ, γιατί κόμπιαζε κι αργούσε ν’ απαντήσει. Θυμάμαι όμως ότι κάποια στιγμή ξεράθηκε στα γέλια, μετά από ένα σαρδάμ που έκανα. Ήθελα να πω «δραχμοφονιάς» και είπα «βραχνοφωνάς». Ωραία περάσαμε, αρκεί να μη μας ξανασυμβεί.
update:
Κατόπιν γενικής απαίτησης για το βίντεο του παραστρατήματος θα σας παίξω ένα απόσπασμα. Είναι την ώρα που απαντάω σε μια βραχνή ερώτηση με το σχετικό σαρδάμ και ο Numb λύνεται στα γέλια.