Μάλλον, σας είχα πεί, ότι στην πραγματικότητα η τριαντάχρονη ζωή του "σκοτώθηκε" -δεν θυμόταν απολύτως τίποτα- και μόλις συνήλθε άρχισε μια καινούρια ζωή. Αυτό σας είχα πει. Ότι ξεκίνησε σαν μπέμπης, μπέμπης για δεύτερη φορά, σε σώμα τριάντα ετών. Ότι μάθαινε από την αρχή τα πάντα. Πώς να τρώει, πως να πλένεται, πως να μαθαίνει...
Τον έβλεπα να μεγαλώνει. Έβλεπα να μεγαλώνει ένα σώμα, το σώμα του παλιού μου φίλου και συμμαθητή και παράλληλα, έβλεπα να μεγαλώνει μέσα σ' αυτό το σώμα ένας μπέμπης, ένας νέος άνθρωπος. Ένα μωρό, ένα νήπιο, σιγά-σιγά ένα παιδί, δυο μέτρα σώμα που μεγάλωνε, γερνούσε με τον δικό του ρυθμό.
Ήταν πολύ παράξενο. Έμοιαζε, μερικές φορές, σαν εκείνα τα υπερφυσικά μωρά, εκείνα τα γιγάντια παιδιά απ' το μυθιστόρημα του Γουέλς "Η τροφή των θεών".
Ήταν παράξενο για τους γονείς του, που, όπως τα "χάσαν" τότε με την είδηση του φοβερού ατυχήματος, έτσι χαμένοι 'μείναν σ' όλη τη συνέχεια. Τους καθοδηγούσε η αγάπη για το παιδί τους και προσηλώθηκαν στην φροντίδα να το ξαναμεγαλώσουν, γρήγορα και με άγχος μεγαλύτερο απ' την πρώτη φορά και με την απορία μόνιμα ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Απορία για το "πώς έγινε", απορία για το "τί γίνεται" κι απορία για το μέλλον.
'Ηταν παράξενο για τους λιγοστούς συγγενείς και φίλους που ήρθαν σ' επαφή μαζί του τα πρώτα μετά το ατύχημα χρόνια. Τα πρώτα του "νέα" χρόνια. Δεν ήξεραν πώς να συμπεριφερθούν, πώς να μιλήσουν. Στο παλιό σώμα ή στο νέο μυαλό;
Ήταν παράξενο, πολύ περισσότερο παράξενο, για τον ίδιο. Ειδικά, όταν άρχισε να συνειδητοποιεί τις διαφορές, τις ιδιαιτερότητές του. Τέσσερα χρόνια μετά το ατύχημα, όταν το σώμα του ήταν 34 και ο ίδιος, δηλαδή ο νέος του εαυτός, 4 χρόνων, ήρθε στο σπίτι, ξαφνικά, μια 'ξαδέλφη του με τα δυο μικρά της παιδιά, 3 και 5 ετών. Έλειπε χρόνια στο εξωτερικό και δεν είχε μάθει τα νέα και τα δυο της πιτσιρίκια ήταν τα πρώτα παιδιά που αντίκριζε από τότε.
Σίγουρα, η περιγραφή της συνάντησης αυτής έχει την ανάγκη μια πολύ δυνατής πέννας, θέλει λογοτεχνικές ικανότητες που δεν διαθέτω κι έτσι στηρίζομαι στη φαντασία σας περισσότερο και στην κατανόησή σας.
Από την πρώτη στιγμή επικράτησε μια αμηχανία και στα τρία "παιδάκια", που οι γονείς απέδωσαν στη φυσική ντροπαλοσύνη των μικρών. Ξαφνικά γέλια διαδέχονταν ξαφνικές σιωπές, σ' ένα παιχνίδι που ξεκίνησε απ' τον μικρότερο, τον τρίχρονο ανιψιό του φίλου μου κι έμοιαζε σαν το παιχνίδι της γάτας με το κουβάρι, που όσο κυλάει το κυνηγάει κι όταν μένει ακίνητο, η γάτα μαζεύεται και καιροφυλακτεί. Μια καινούρια κίνηση και ξανά γέλια και μετά ξανά σιωπή. Τα δυο αδελφάκια, τ' ανιψάκια του παράξενου θείου, κοιτούσαν με μάτια και στόματ' ανοιχτά, διάπλατα, απορημένα, παραξενεμένα με τον ογκώδη νέο φίλο τους. Ένας μεγάλος φίλος, φίλος με γένια και με βραχνή φωνή και ντυμένος όπως οι μεγάλοι. Πώς να παίξουν; Τι παιχνίδια μπορούσαν; Ο γίγαντας ήταν ο πιο δειλός της παρέας. Χαχάνιζε κι αυτός για λίγο, αλλά το πρόσωπό του είχε μιαν εύθραυστη έκφραση, σα να ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Κάτι δεν ταίριαζε, κάτι τον ενοχλούσε, κάτι τον πονούσε. Εγκατέλειψε γρήγορα το παιχνίδι και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Εκεί έκλαψε με την ησυχία του.
Εκεί τον βρήκα κι εγώ, να κλαίει και να μη θέλει κανέναν. Να κλαίει και να μη θέλει τίποτα. Να χτυπιέται σα να προσπαθεί να βγεί απ' αυτό το σώμα που δεν του ταίριαζε. Που μπορεί νά 'ταν μεγάλο, αλλά δεν τον χωρούσε. Που μπορεί να μην σκοτώθηκε, αλλά δεν ήταν δικό του.
Χρειαζόταν ένα μικρό σώμα. Ή ένα μεγάλο μυαλό. Κι αυτό αργούσε ακόμη κι ο δρόμος ήταν δύσκολος...